Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd γίνομαι γινόμαστε
γίνεσαι γίνεστε, γινόσαστε
γίνεται γίνονται
Onvoltooid verleden tijd γινόμουν(α) γινόμαστε, γινόμασταν
γινόσουν(α) γινόσαστε, γινόσασταν
γινόταν(ε) γινότουσαν
Aoristus έγινα γίναμε
έγινες γίνατε
έγινε έγιναν, γίναν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω γίνει, είμαι γινωμένος, -η έχουμε γίνει, είμαστε γινωμένοι, -ες
έχεις γίνει, είσαι γινωμένος, -η έχουμε γίνει, είμαστε γινωμένοι, -ες
έχει γίνει, είναι γινωμένος, -η, -ο έχουν γίνει, είναι γινωμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα γίνει, ήμουν γινωμένος, -η είχαμε γίνει, ήμαστε γινωμένοι, -ες
είχες γίνει, ήσουν γινωμένος, -η είχατε γίνει, ήσαστε γινωμένοι, -ες
είχε γίνει, ήταν γινωμένος, -η, -ο είχαν γίνει, ήταν γινωμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα γίνομαι θα γινόμαστε
θα γίνεσαι θα γίνεστε, θα γινόσαστε
θα γίνεται θα γίνονται
Toekomende tijd (2) θα γίνω θα γίνουμε, θα γίνομε
θα γίνεις θα γίνετε
θα γίνει θα γίνουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω γίνει, θα είμαι γινωμένος, -η θα έχουμε γίνει, θα είμαστε γινωμένοι, -ες
θα έχεις γίνει, θα είσει γινωμένος, -η θα έχετε γίνει, θα είστε γινωμένοι, -ες
θα έχει γίνει, θα είναι γινωμένος, -η, -ο θα έχουν γίνει, θα είναι γινωμενοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να γίνομαι να γινόμαστε
να γίνεσαι να γίνεστε, γινόσαστε
να γίνεται να γίνονται
Aoristus να γίνω να γίνουμε, να γίνομε
να γίνεις να γίνετε
να γίνει να γίνουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω γίνει, να είμαι γινωμένος, -η να έχουμε γίνει, να είμαστε γινωμένοι, -ες
να έχεις γίνει, να είσει γινωμένος, -η να έχετε γίνει, να είστε γινωμένοι, -ες
να έχει γίνει, να είναι γινωμένος, -η, -ο να έχουν γίνει, να είναι γινωμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- γίνεστε
Aoristus γίνε, γίνου γίνετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd
Voltooid tegenwoordige tijd γινωμένος, -η, -ο γινωμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus γίνει
Voorbeelden met «γίνομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Η Άννα γίνεται καλή όποτε θέλει να ζητήσει χάρη. Anna doet aardig omdat ze een gunst wil.
Πολλά έγιναν την περασμένη χρονιά. Vorig jaar gebeurde er veel.
Οι φυλακισμένοι έγιναν καπνός. De gevangenen ontsnapten.
Το ρολόι έπεσε από τον τοίχο κι έγινε κομμάτια. De klok viel van de muur en was kapot.
Για μια στιγμή μόνο κοίταξα αλλού και η τσάντα μου έγινε άφαντη! Ik keek maar een ogenblik ergens anders naar en weg was mijn tas.
Γινόταν μεγάλη φασαρία. Er was veel drukte.
Aυτός θα γίνει μεγάλος άνθρωπος. Hij zal een groot man worden.
Έγινα έξαλλος. Ik werd woedend.
θα γίνει όταν μεγαλώσεις; Wat zal er gebeuren als je groot bent?
Οι ελιές δε γίνονται στα ψυχρά κλίματα. Olijven gedijen niet in koude klimaten.
Πήγαινε να δεις τι γίνεται! Ga kijken wat er gebeurt!
Πώς γίνεται να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πεινούν; Hoe komt het dat er nog mensen zijn die honger lijden?
Κάτι γίνεται μ'αυτούς. Er is iets gaande tussen hen.
Ό'τι γίνεται δεν ξεγίνεται. Wat gebeurd is kan niet ongedaan gemaakt worden.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «γίνομαι»:
- απογίνομαι aflopen, verworden
- καταγίνομαι zich bezighouden met