Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd απελαύνεις απελαύνουμε, απελαύνομε
απελαύνεις απελαύνετε
απελαύνει απελαύνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd απέλαυνα, απήλαυνα απελαύναμε
απέλαυνες, απήλαυνες απελαύνατε
απέλαυνε, απήλαυνε απελαύναν(ε), απήλαυναν
Aoristus απέλασα, απήλασα απελάσαμε
απέλασες, απήλασες απελάσατε
απέλασε, απήλασε απέλασαν, απελάσαν(ε), απήλασαν
Voltooid tegenwoordige tijd έχω απελάσει έχουμε απελάσει
έχεις απελάσει έχετε απελάσει
έχει απελάσει έχουν απελάσει
Voltooid verleden tijd είχα απελάσει είχαμε απελάσει
είχες απελάσει είχατε απελάσει
είχε απελάσει είχαν απελάσει
Toekomende tijd (1) θα απελαύνω θα απελαύνουμε, θα απελαύνομε
θα απελαύνεις θα απελαύνετε
θα απελαύνει θα απελαύνουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα απελάσω θα απελάσουμε, θα απελάσομε
θα απελάσεις θα απελάσετε
θα απελάσει θα απελάσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω απελάσει θα έχουμε απελάσει
θα έχεις απελάσει θα έχετε απελάσει
θα έχει απελάσει θα έχουν απελάσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να απελαύνω να απελαύνουμε, να απελαύνομε
να απελαύνεις να απελαύνετε
να απελαύνει να απελαύνουν(ε)
Aoristus να απελάσω να απελάσουμε, να απελάσομε
να απελάσεις να απελάσετε
να απελάσει να απελάσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω απελάσει να έχουμε απελάσει
να έχεις απελάσει να έχετε απελάσει
να έχει απελάσει να έχουν απελάσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd απέλαυνε απελαύνετε
Aoristus απέλασε απελάστε, απελάσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd απελαύνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας απελάσει
Onbepaalde wijs
Aoristus απελάσει
Voorbeelden met «απελαύνω»:
ελληνικά ολλανδικά
Tον απέλασε για πολιτικούς λόγους. Hij werd door hem verbannen om politieke redenen.
Κανένα κράτος μέλος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα θα απελαύνει έναν αιτών ασύλο. Geen enkele lidstaat van de Europese Gemeenschap zal een asielzoeker uitzetten.
Τον απέλασαν από τη χώρα σαν ανεπιθύμητο άτομο. Men zette hem het land uit als ongewenst persoon.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd:
- παρελαύνω demonstreren
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd απελαύνομαι απελαυνόμαστε
απελαύνεσαι απελαύνεστε, απελαυνόσαστε
απελαύνεται απελαύνονται
Onvoltooid verleden tijd απελαυνόμουν(α) απελαυνόμαστε
απελαυνόσουν(α) απελαυνόσαστε
απελαυνόταν(ε) απελαύνονταν
Aoristus απελάθηκα απελαθήκαμε
απελάθηκες απελαθήκατε
απελάθηκε απελάθηκαν, απελαθήκαν(ε)
Tegenwoordige voltooide tijd έχω απελαθεί έχουμε απελαθεί
έχεις απελαθεί έχετε απελαθεί
έχει απελαθεί έχουν απελαθεί
Voltooid verleden tijd είχα απελαθεί είχαμε απελαθεί
είχες απελαθεί είχατε απελαθεί
είχε απελαθεί είχαν απελαθεί
Toekomende tijd (1) θα απελαύνομαι θα απελαυνόμαστε
θα απελαύνεσαι θα απελαύνεστε θα απελαυνόσαστε
θα απελαύνεται θα απελαύνονται
Toekomende tijd (2) θα απελαθώ θα απελαθούμε
θα απελαθείς θα απελαθείτε
θα απελαθεί θα απελαθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω απελαθεί θα έχουμε απελαθεί
θα έχεις απελαθεί θα έχετε απελαθεί
θα έχει απελαθεί θα έχουν απελαθεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να απελαύνομαι να απελαυνόμαστε
να απελαύνεσαι να απελαύνεστε, να απελαυνόσαστε
να απελαύνεται να απελαύνονται(ε)
Aoristus να απελαθώ να απελαθούμε
να απελαθείς να απελαθείτε
να απελαθεί να απελαθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω απελαθεί να έχουμε απελαθεί
να έχεις απελαθεί να έχετε απελαθεί
να έχει απελαθεί να έχουν απελαθεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- απελαύνεστε
Aoristos απελάσου απελαθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd απελαυνόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd
Onbepaalde wijs
Aoristus απελαθεί
Voorbeelden met «απελαύνομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Συνελήφθησαν και απελάθηκαν. Zij werden gearresteerd en verbannen.
Κάποιος δεν πρέπει να αναγκάζεται να απελαθεί από την χώρα διαμονής Iemand mag niet worden gedwongen uitgezet te worden uit het land van verblijf.
Ο απελαυνόμενος είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται, με φωνές και κραυγές. De verbannen persoon was begonnen te protesteren met geschreeuw en gegil.