Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd αναλαμβάνω αναλαμβάνουμε, αναλαμβάνομε
αναλαμβάνεις αναλαμβάνετε
αναλαμβάνει αναλαμβάνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd αναλάμβανα αναλαμβάναμε
αναλάμβανες αναλαμβάνατε
αναλάμβανε αναλάμβαναν, αναλαμβάναν(ε)
Aoristus ανέλαβα, ανάλαβα αναλάβαμε
ανέλαβες, ανάλαβες αναλάβατε
ανέλαβε, ανάλαβε ανέλαβαν,ανάλαβαν, αναλάβαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω αναλάβει έχουμε αναλάβει
έχεις αναλάβει έχετε αναλάβει
έχει αναλάβει έχουν αναλάβει
Voltooid verleden tijd είχα αναλάβει είχαμε αναλάβει
είχες αναλάβει είχατε αυξήσει
είχε αναλάβει είχαν αναλάβει
Toekomende tijd (1) θα αναλαμβάνω θα αναλαμβάνουμε, θα αναλαμβάνομε
θα αναλαμβάνεις θα αναλαμβάνετε
θα αναλαμβάνει θα αναλαμβάνουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα αναλάβω θα ααναλάβουμε, θα αναλάβομε
θα αναλάβεις θα αναλάβετε
θα αναλάβει θα αναλάβουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω αναλάβει θα έχουμε αναλάβει
θα έχεις αναλάβει θα έχετε αναλάβει
θα έχει αναλάβει θα έχουν αναλάβει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να αναλαμβάνω να αναλαμβάνουμε, να αναλαμβάνομε
να αναλαμβάνεις να αναλαμβάνετε
να αναλαμβάνει να αναλαμβάνουν(ε)
Aoristus να αναλάβω να αναλάβουμε, να αναλάβομε
να αναλάβεις να αναλάβετε
να αναλάβετε να αναλάβουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω αναλάβει να έχουμε αναλάβει
να έχεις αναλάβει να έχετε αναλάβει
να έχει αναλάβει να έχουν αναλάβει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd αναλάμβανε αναλαμβάνετε
Aoristus αναλαμβάνετε αναλάβετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd αναλαμβάνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας αναλάβει
Onbepaalde wijs
Aoristus αναλάβει
Enkele voorbeelden met «αναλαμβάνω»:
ελληνικά ολλανδικά
Θα ήθελα να μάθω γιατί δεν ανέλαβε τις ευθύνες του. Ik zou graag willen weten waarom hij zijn verantwoordelijkheden niet neemt.
Δεν της ζήτησα να αναλάβει το χρέος μου. Ik heb haar niet gevraagd mijn schuld over te nemen.
Ανέλαβε κάποια δράση κατά της διαφθοράς υψηλού επιπέδου. Er was wat actie nodig tegen corruptie op hoog niveau.
Τελικά καταφέρει να αναλάβει το αξίωμα του προέδρου της χώρας Het lukt hem uiteindelijk tot het nemen van zijn functie als president van het land.
Αναλαμβάνετε επομένως μεγάλη ευθύνη. U neemt derhalve grote verantwoordelijkheid.

Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «αναλαμβάνω»

- εκλαμβάνω nemen, begrijpen, interpreteren
- επαναλαμβάνω herhalen
- καταλαμβάνω begrijpen, innemen, kapen
- λαμβάνω ontvangen, krijgen, nemen
- παραλαμβάνω ontvangen
- περιλαμβάνω bevatten, omvatten
- προλαμβάνω voorkomen
- προσλαμβάνω aanstellen, tewerkstellen, werven
- συλλαμβάνω oppakken, vatten, gevangen zetten
- συμπεριλαμβάνω omvatten, invoegen

Bovenstaande werkwoorden hebben ook passive vormen

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd αναλαμβάνομαι αναλαμβανόμαστε
αναλαμβάνεσαι αναλαμβάνεστε, αναλαμβανόσαστε
αναλαμβάνεται αναλαμβάνονται
Onvoltooid verleden tijd αναλαμβανόμουν(α) αναλαμβανόμαστε
αναλαμβανόσουν(α) αναλαμβανόσαστε
αναλαμβανόταν(ε) αναλαμβάνονταν
Aoristus αναλήφθηκα αναληφθήκαμε
αναλήφθηκες αναληφθήκατε
αναλήφθηκε, ανελήφθη αναλήφθηκαν, ανελήφθησαν
Voltooid tegenwoordige tijd έχω αναληφθεί,
είμαι ανειλημμένος, -η
έχουμε αναληφθεί,
είμαστε ανειλημμένοι, -ες
έχεις αναληφθεί,
είσαι ανειλημμένος, -η
έχετε αναληφθεί,
είστε ανειλημμένοι, -ες
έχει αναληφθεί,
είναι ανειλημμένος, -η, -ο
έχουν αναληφθεί,
είναι ανειλημμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα αναληφθεί,
ήμουν ανειλημμένος, -η
είχαμε αναληφθεί,
ήμαστε ανειλημμένοι, -ες
είχες αναληφθεί,
ήσουν ανειλημμένος, -η
είχατε αναληφθεί,
ήσαστε ανειλημμένοι, -ες
είχε αναληφθεί,
ήταν ανειλημμένος, -η, -ο
είχαν αναληφθεί,
ήταν ανειλημμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα αναλαμβάνομαι θα αναλαμβανόμαστε
θα αναλαμβάνεσαι θα αναλαμβάνεστε, θα αναλαμβανόσαστε
θα αναλαμβάνεται θα αναλαμβάνονται
Toekomende tijd (2) θα αναληφθώ θα αναληφθώ
θα αναληφθείς θα αναληφθείτε
θα αναληφθεί θα αναληφθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω αναληφθεί,
θα είμαι ανειλημμένος, -η
θα έχουμε αναληφθεί,
θα είμαστε ανειλημμένοι,-ες
θα έχεις αναληφθεί,
θα είσαι ανειλημμένος, -η
θα έχετε αναληφθεί,
θα είστε ανειλημμένοι, -ες
θα έχει αναληφθεί,
θα είναι ανειλημμένος, -η, -ο
θα έχουν αναληφθεί,
θα είναι ανειλημμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να αναλαμβάνομαι να αναλαμβανόμαστε
να αναλαμβάνεσαι να αναλαμβάνεστε, να αναλαμβανόσαστε
να αναλαμβάνεται να αναλαμβάνονται
Aoristus να αναληφθώ να αναληφθούμε
να αναληφθείς να αναληφθείτε
να αναληφθεί να αναληφθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω αναληφθεί,
να είμαι ανειλημμένος, -η
να έχουμε αναληφθεί,
να είμαστε ανειλημμένοι,-ες
να έχεις αναληφθεί,
να είσαι αυξημένος, -η
να έχετε αναληφθεί,
να είστε ανειλημμένοι, -η
να έχει αναληφθεί,
να είναι ανειλημμένος, -η, -ο
να έχουν αναληφθεί,
να είναι ανειλημμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- αναλαμβάνεστε
Aoristus -- αναληφθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd αναλαμβανόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd ανειλημμένος, -η, -ο ανειλημμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus αναληφθεί
Enkele voorbeelden met «αναλαμβάνομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Χρειάζεται να αναληφθεί δράση Er moet actie ondernomen worden.
Οι δράσεις που πρέπει να αναληφθούν είναι μεγάλοι. De acties die genomen worden zijn groots.
Ήταν συμμετοχή σε προγράμματα που αναλαμβάνονται από πολλά κράτη μέλη Hij was betrokken bij programma's ondernome door veel lidstaten.
Οι δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν θα γίνουν πράξη. De toezeggingen die zijn vastgelegd worden van kracht.
Η Ευρώπη φανερώνει και πάλι την ανειλημμένη δέσμευσή. Europa laat opnieuw de vastgelegde verbintenis zien.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «αναλαμβάνομαι»

εκλαμβάνομαι waargenomen worden
επαναλαμβάνομαι zichzelf herhalen
καταλαμβάνομαι voorbehouden zijn
λαμβάνομαι in aanmerking nemen
παραλαμβάνομαι ontvangen worden
περιλαμβάνομαι inbegrepen zijn
προλαμβάνομαι voorkomen
προσλαμβάνομαι aanwerven
συλλαμβάνομαι zwanger worden
συμπεριλαμβάνομαι zichzelf insluiten