Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd καθιστώ καθιστούμε
καθιστάς καθιστάτε
καθιστά καθιστούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd καθιστούσα καθιστούσαμε
καθιστούσες καθιστούσατε(ε)
καθιστούσε καθιστούσαν(ε)
Aoristus κατέστησα καταστήσαμε
κατέτησες καταστήσατε
κατέστησε κατέστησαν, καταστήσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω καταστήσει έχουμε καταστήσει
έχεις καταστήσει έχετε καταστήσει
έχει καταστήσει έχουν καταστήσει
Voltooid verleden tijd είχα καταστήσει είχαμε καταστήσει
είχες καταστήσει είχατε καταστήσει
είχε καταστήσει είχαν καταστήσει
Toekomende tijd (1) θα καθιστώ θα καθιστούμε
θα καθιστάς θα καθιστάτε
θα καθιστά θα καθιστούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα καταστήσω θα καταστήσουμε, θα καταστήσομε
θα καταστήσεις θα καταστήσετε
θα καταστήσει θα καταστήσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω καταστήσει θα έχουμε καταστήσει
θα έχεις καταστήσει θα έχετε καταστήσει
θα έχει καταστήσει θα έχουν καταστήσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να καθιστώ να καθιστούμε
να καθιστάς να καθιστάτε
να καθιστά να καθιστούν(ε)
Aoristus να καταστήσω να καταστήσουμε, να καταστήσομε
να καταστήσεις να καταστήσετε
να καταστήσει να καταστήσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω καταστήσει να έχουμε καταστήσει
να έχεις καταστήσει να έχετε καταστήσει
να έχει καταστήσει να έχουν καταστήσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- καθιστάτε
Aoristus κατάστησε καταστήστε, καταστήσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd καθιστώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας καταστήσει
Onbepaalde wijs
Aoristus καταστήσει
voorbeelden van «καθιστώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Καθιστώ το Γιάννη υπεύθυνο γι'αυτό. Ik houd Jan ervoor verantwoordelijk.
Κατέστησε αδύνατο για μένα να κάνω κάτι. Hij maakte het onmogelijk voor mij om iets te doen.
Kαθιστώντας δυνατό αυτό, μας γλίτωσες από πολύ κόπο. Door dit mogelijk te maken, bespaarde je ons veel last.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als «καθιστώ»:
- αναπαριστώ reconstrueren
- εγκαθιστώ installeren, vestigen, stichten
- εφιστώ aandacht trekken
- συνιστώ aanbevelen, aanraden, oprichten
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd καθίσταμαι καθιστάμεθα
καθίστασαι καθίστασθε
καθίσταται καθίστανται
Onvoltooid verleden tijd -- --
-- --
καθίστατο καθίσταντο
Aoristus κατέστην --
κατέστης --
κατέστη κατέστησαν
Voltooid tegenwoordigetijd έχω καταστεί έχουμε καταστεί
έχεις καταστεί έχετε καταστεί
έχει καταστεί έχουν καταστεί
Voltooid verleden tijd είχα καταστεί είχαμε καταστεί
είχες καταστεί είχατε καταστεί
είχε καταστεί είχαν καταστεί
Toekomende tijd (1) θα καθίσταμαι θα καθιστάμεθα
θα καθίστασαι θα καθίστασθε
θα καθίσταται θα καθίστανται
Toekomende tijd (2) θα καταστώ θα καταστούμε
θα καταστείς θα καταστείτε
θα καταστεί θα καταστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω καταστεί θα έχουμε καταστεί
θα έχεις καταστεί θα έχετε καταστεί
θα έχει καταστεί θα έχουν καταστεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να καθίσταμαι να καθιστάμεθα
να καθίστασαι να καθίστασθε
να καθίστασθε να καθίστανται
Aoristus να καταστώ να καταστούμε
να καταστείς να καταστείτε
να καταστεί να καταστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω καταστεί να έχουμε καταστεί
να έχεις καταστεί να έχετε καταστεί
να έχει καταστεί να έχουν καταστεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- καθιστάσθε
Aoristus καταστήσου καταστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd κατεστημένος, -η, -ο κατεστημένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus καταστεί
Enkele voorbeelden van «καθίσταμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Κατέστη αναγκαίως σχεδόν να τελειώσω τη δουλεία μου. Het was bijna noodzakelijk mijn werk af te maken.
Θα το καθίσταται αδύνατο όταν κάνεις έτσι πείσματα. Het zal onmogelijk worden als je zo eigenwijs blijft.
Συνιστώντας τα πράγματα, τις αγορές με πίστωση είχε καταστεί αναγκαίες. Door de dingen aan te bevelen, werden aankopen op crediet noodzakelijk.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als «καθίσταμαι»:
- δύναμαι kunnen, in staat zijn
- εξανίσταμαι in opstand komen, protesteren
- παρίσταμαι aanwezig zijn
- υφίσταμαι ondergaan, bestaan