Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd βάζω βάζουμε, βάζομε
βάζεις βάζετε
βάζει βάζουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έβαζα βάζαμε
έβαζες βάζατε
έβαζε έβαζαν, βάζαν(ε)
Aoristus έβαλα βάλαμε
έβαλες βάλατε
έβαλε έβαλαν, βάλαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω βάλει, έχω βαλμένο έχουμε βάλει, έχουμε βαλμένο
έχεις βάλει, έχεις βαλμένο έχετε βάλει, έχετε βαλμένο
έχει βάλει, έχει βαλμένο έχουν βάλει, έχουν βαλμένο
Voltooid verleden tijd είχα βάλει, είχα βαλμένο είχαμε βάλει, είχαμε βαλμένοι
είχες βάλει, είχες βαλμένο είχατε βάλει,είχατε βαλμένο
είχε βάλει, είχε βαλμένο είχαν βάλει, είχαν βαλμένο
Toekomende tijd (1) θα βάζω θα βάζουμε, θα βάζομε
θα βάζεις θα βάζετε
θα βάζει θα βάζουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα βάλω θα βάλουμε, θα βάλομε
θα βάλεις θα βάλετε
θα βάλει θα βάλουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω βάλει,
θα έχω βαλμένο
θα έχουμε βάλει,
θα έχουμε βαλμένο
θα έχεις βάλει,
θα έχεις βαλμένο
θα έχετε βάλει,
θα έχετε βαλμένοι
θα έχει βάλει,
θα έχει βαλμένο
θα έχουν βάλει,
θα έχουν βαλμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να βάζω να βάζουμε, να βάζομε
να βάζεις να βάζετε
να βάζει να βάζουν(ε)
Aoristus να βάλω να βάλουμε, να βάλομε
να βάλεις να βάλετε
να βάλει να βάλουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω βάλει,
να έχω βαλμένο
να έχουμε βάλει,
να έχουμε βαλμένο
να έχεις βάλει,
να έχεις βαλμένο
να έχετε βάλει
να έχετε βαλμένο
να έχει βάλει,
να έχει βαλμένο
να έχουν βάλει,
να έχουν βαλμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd βάζε βάζετε
Aoristos βάλε βάλτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd βάζοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας βάλει, έχοντας βαλμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus βάλει
«βάζω» wordt gebruikt in vele betekenissen. Enkele belangrijke zijn:
  • voorzien in of zorgen voor, zoals in zin 1
  • gebruiken, zoals in zin 2
  • zetten , zoals in zin 3
  • deponeren, declareren of storten, zoals in zin 4
  • aantrekken (van kleren), zoals in zin 5
ελληνικά ολλανδικά
1Βάζω την μαγειρικά σκεύη, αν βάλεις το φαγητό. Ik voorzie in het keukengerei, als jij voor het eten zorgt.
2Βάζει αλάτι όταν μαγειρεύει. Ze gebruikt zout als ze kookt.
3Έβαλε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού. Hij zette het glas op het randje van de tafel.
4Απλώς βάλτε το στο λογαριασμό μου. Zet u het gewoon op mijn rekening.
5Σήμερα δε βάζω ένα κουστούμι. Vandaag trek ik geen pak aan.
«βάζω» wordt vaak in de gewone informele spreektaal gebruikt met allerlei verschillende betekenissen, waarvan er hier enkele volgen:
ελληνικός ολλανδός
Αυτός βάζει το κεφάλι του στην άμμο για να το αγνοήσει. Hij steekt zijn kop in het zand door het te negeren.
Μην τα βάζεις μαζί μου. Neem me niet in de maling.
Με συγχωρείς για ότι σε βάζουμε να κάνεις. Verontschuldiging dat we je dit aandoen.
Απλά θα βάζαμε αυτό το θέμα σ 'ένα άλλο κεφάλαιο. We hadden dit onderwerp eenvoudigweg onder een ander hoofdstuk ondergebracht.
Έβαλα τρία κιλά στις διακοπές. Ik kwam 3 kilo aan in de vakantie.
Έβαζε ένα πιστόλι στον κεφάλι του. Hij richtte een pistool op zijn hoofd.
Βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή σου για το τίποτα Je riskeert je leven voor niets.
Ο προπονητής βάζει τους καλύτερους παίκτους του. De coach zet zijn beste spelers in.
Hier volgen nog diverse uitdrukkingen met «βάζω»:
βάζω στοίχημα wedden
βάζω στην άκρη sparen, hamsteren
το βάζω στα πόδια vluchten
βάζω σκούπα vegen
βάζω εμπρός, βάζω σε λειτουργία starten, activeren, succesvol worden
βάζω σε κόπο lastig vallen
βάζω φυλακή gevangen zetten
βάζω χειροπέδες in de boeien slaan
βάζω στη λοταρία verloten
βάζω κοριό afluisteren (telefoon)
βάζω σε σειρά op volgorde zetten
βάζω σε πειρασμό verleiden
βάζω βάρος aankomen (gewicht)
βάζω κάτι στον πάγο uitstellen
βάζω κρυφά stiekem binnensluipen
Werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als «βάζω»:
- βγάζω uitstappen, verwijderen
- ξεβγάζω omspoelen, uitlaten
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd βάζομαι βαζόμαστε
βάζεσαι βάζεστε, βαζόσαστε
βάζεται βάζονται
Onvoltooid verleden tijd βαζόμουν(α) βαζόμαστε, βαζόμασταν
βαζόσουν(α) βαζόσαστε, βαζόσασταν
βαζόταν(ε) βάζονταν, βαζόντανε,
βαζόντουσαν ν
Aoristus βάλθηκα βάλθηκα
βάλθηκα βαλθήκατες
βάλθηκε βάλθηκαν, βαλθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω βαλθεί,
είμαι βαλμένος, -η
έχουμε βαλθεί,
είμαστε βαλμένοι, -ες
έχεις βαλθεί,
είσαι βαλμένος, -η
έχετε βαλθεί,
είστε βαλμένοι, -ες
έχει βαλθεί,
είναι βαλμένος, -η, -ο
έχουν βαλθεί,
είναι βαλμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα βαλθεί,
ήμουν βαλμένος, -η
είχαμε βαλθεί,
ήμαστε βαλμένοι, -ες
είχες βαλθεί,
ήσουν βαλμένος, -η
είχατε βαλθεί,
ήσαστε βαλμένοι, -ες
είχε βαλθεί,
ήταν βαλμένος, -η, -ο
είχαν βαλθεί,
ήταν βαλμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα βάζομαι θα βαζόμαστε
θα βάζεσαι θα βάζεστε, θα βαζόσαστε
θα βάζεται θα βάζονται
Toekomende tijd (2) θα βαλθούμε θα βαλθούμε
θα βαλθείς θα βαλθείτε
θα βαλθεί θα βαλθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω βαλθεί,
θα είμαι βαλμένος, -η
θα έχουμε βαλθεί,
θα είμαστε βαλμένοι, -ες
θα έχεις βαλθεί,
θα είσαι βαλμένος, -η
θα έχεις βαλθεί,
θα είσαι βαλμένος, -η
θα έχεις βαλθεί,
θα είσαι βαλμένος, -η
θα έχουν βαλθεί,
θα είναι βαλμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να βάζομαι να βαζόμαστε
να βάζεσαι να βάζεστε, να βαζόσαστε
να βάζεται να βάζονται
Aoristus να βαλθείς να βαλθούμε
να βαλθείς να βαλθείτε
να βαλθεί να βαλθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω βαλθεί,
να είμαι βαλμένος, -η ί
να έχουμε βαλθεί,
να είμαστε βαλμένοι, -ες
να έχεις βαλθεί,
να είσαι βαλμένος, -η
να έχετε βαλθεί,
να είστε βαλμένοι, -ες
να έχει βαλθεί,
να είναι βαλμένος, -η, -ο
να έχουν βαλθεί,
να είναι βαλμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd
Aoristus βάζεστε βαλθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd
Voltooid tegenwoordige tijd βαλμένος, -η, -ο βαλμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus βαλθεί
Voorbeelden met «βάζομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Bάλθηκες να με τρελάνεις. * Je probeerde me gek te maken.
Εκείνοι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν βαλθεί να μας κουφαίνουν. Zij van het Europese Parlement hebben zich voorgenomen ons te overstemmen.
Να κάνει μια νέα αρχή, βάζονται βαθιά το μαχαίρι στο κόκκαλο στις διοικητικές υπηρεσίες. Om een nieuw begin te maken, wordt het mes diep in het bot van de administratieve diensten gezet
Βαζόμαστε με το ελάχιστο αλλά να το παρουσιάζουμε ως δήθεν'αξιοπιστία. We zetten ons minimaal in maar zullen het presenteren als zogenaamd geloofwaardig.
Βάλθηκε να γίνει γιατρός. Hij heeft zijn zinnen gezet om dokter te worden.
Έχει βαλθεί να την πείσει να μείνει. Hij besloot haar over te halen te blijven
 * «βάζομαι» in de aoritus kan o.a. proberen betekenen
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «βάζομαι»:
- ξεβγάζομαι kwijtraken