Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ανεβαίνω ανεβαίνουμε, ανεβαίνομε
ανεβαίνεις ανεβαίνετε
ανεβαίνει ανεβαίνουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd ανέβαινα ανεβαίναμε
ανέβαινες ανεβαίνατε
ανέβαινε ανέβαιναν, ανεβαίναν(ε)
Aoristus ανέβηκα ανεβήκαμε
ανέβηκες ανεβήκατε
ανέβηκε ανέβηκαν, ανεβήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ανέβει/ανεβεί,
είμαι ανεβασμένος, -η
έχουμε ανέβει/ανεβεί,
είμαστε ανεβασμένοι, -ες
έχεις ανέβει/ανεβεί,
είσαι ανεβασμένος, -η
έχετε ανέβει/ανεβεί,
είστε ανεβασμένοι, -ες
έχει ανέβει/ανεβεί,
είναι ανεβασμένος, -η, -ο
έχουν ανέβει/ανεβεί,
είναι ανεβασμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα ανέβει/ανεβεί,
ήμουν ανεβασμένος, -η
είχαμε ανέβει/ανεβεί,
ήμαστε ανεβασμένοι, -ες
είχες ανέβει/ανεβεί,
ήσουν ανεβασμένος, -η
είχατε ανέβει/ανεβεί,
ήσαστε ανεβασμένοι, -ες
είχε ανέβει/ανεβεί,
ήταν ανεβασμένος, -η, -ο
είχαν ανέβει/ανεβεί,
ήταν ανεβασμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα ανεβαίνω θα ανεβαίνουμε, θα ανεβαίνομε
θα ανεβαίνεις θα ανεβαίνετε
θα ανεβαίνει θα ανεβαίνουν
Toekomende tijd (2) θα ανέβω, θα ανεβώ θα ανέβουμε, θα ανέβομε, θα ανεβούμε
θα ανέβεις, θα ανεβείς θα ανέβει, θα ανεβεί
θα ανέβει, θα ανεβεί θα ανέβουν(ε), θα ανεβούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ανέβει/ανεβεί,
θα είμαι ανεβασμένος, -η
θα έχουμε ανέβει/ανεβεί,
θα είμαστε ανεβασμένοι, -ες
θα έχεις ανέβει/ανεβεί,
θα είσαι ανεβασμένος, -η
θα έχετε ανέβει/ανεβεί,
θα είστε ανεβασμένοι, -ες, -ο
θα έχει ανέβει/ανεβεί,
θα είναι ανεβασμένος, -η, -ο
θα έχουν ανέβει/ανεβεί,
θα είναι ανεβασμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ανεβαίνω να ανεβαίνουμε, να ανεβαίνομε
να ανεβαίνεις να ανεβαίνετε
να ανεβαίνει να ανεβαίνουν(ε)
Aoristus να ανέβω, να ανεβώ να ανέβουμε, να ανέβομε, να ανεβούμε
να ανέβεις, να ανεβείς να ανέβειτε, να ανεβείτε
να ανέβει, να ανεβεί να ανεβούν
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ανέβει/ανεβεί,
να είμαι ανεβασμένος, -η
να έχουμε ανέβει/ανεβεί,
να είμαστε ανεβασμένοι, -ες
να έχεις ανέβει/ανεβεί,
να είσαι ανεβασμένος, -η
να έχετε ανέβει/ανεβεί,
να είστε ανεβασμένοι, -ες
να έχει ανέβει/ανεβεί,
να είναι ανεβασμένος, -η, -ο
να έχουν ανέβει/ανεβεί,
να είναι ανεβασμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd ανέβαινε ανεβαίνετε
Aoristos ανέβα ανεβείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ανεβαίνοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ανέβει/ανεβεί, όντας ανεβασμένος
Onbepaalde wijs
Aoristus ανέβει/ανεβεί
Voorbeelden met «ανεβαίνω»
ελληνικά ολλανδικά
Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα. De aandelen markt steeg 2% vandaag.
Ακόμα πρέπει να ανεβούμε πριν μπορέσουμε να κατεβούμε στην κοιλάδα. We moeten nog klimmen voor we naar de vallei kunnen afdalen.
Πήρε το ασανσέρ και ανέβηκε στο διαμέρισμά της. Hij nam de lift en kwam (omhoog) naar haar appartement.
Kάθε Kυριακή ανέβαινε στον άμβωνα και κήρυσσε το λόγο του Θεού. Elke zondag beklom hij de preekstoel en predikte Gods'woord.
Οι επιβάτες είχαν ανέβει όλοι, αλλά το τρένο δεν ξεκινούσε. Alle passagiers waren ingestapt, maar de trein vertrok niet.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden:
- διαβαίνω oversteken, voorbijgaan
- κατεβαίνω naar beneden gaan