Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd περιμένω περιμένουμε, περιμένομε
περιμένεις περιμένετε
περιμένει περιμένουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd περιμένα περιμέναμε
περίμενες περιμένατε
περίμενε περίμεναν, περιμέναν(ε)
Aoristus περίμεινα περιμείναμε
περίμεινες περιμείνατε
περίμεινε περίμειναν, περιμείναν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω περιμείνει έχουμε περιμείνει
έχεις περιμείνει έχετε περιμείνει
έχει περιμείνει έχουν περιμείνει
Voltooid verleden tijd είχα περιμείνει είχαμε περιμείνει
είχες περιμείνει είχατε περιμείνει
είχε περιμείνει είχαν περιμείνει
Toekomende tijd (1) θα περιμένω θα περιμένουμε, θα περιμένομε
θα περιμένεις θα περιμένετε
θα περιμένει θα περιμένουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα περιμείνω θα περιμείνουμε, θα περιμείνομε
θα περιμείνεις θα περιμείνετε
θα περιμείνει θα περιμείνουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω περιμείνει θα έχουμε περιμείνει
θα έχεις περιμείνει θα έχετε περιμείνει
θα έχει περιμείνει θα έχουν περιμείνει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να περιμένω να περιμένουμε, να περιμένομε
να περιμένεις να περιμένετε
να περιμένει να περιμένουν(ε)
Aoristus να περιμείνω να περιμείνουμε, να περιμείνομε
να περιμείνεις να περιμείνετε
να περιμείνει να περιμείνουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω περιμείνει να έχουμε περιμείνει
να έχεις περιμείνει να έχετε περιμείνει
να έχει περιμείνει να έχουν περιμείνει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd περίμενε περιμένετε
Aoristos περίμεινε περιμείνετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd περιμένοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας περιμείνει
Onbepaalde wijs
Aoristus περιμείνει
Voorbeelden met «περιμένω»
ελληνικά ολλανδικά
Περιμένω ότι η ομάδα μας θα χάσει ξανά. Ik verwacht dat ons team weer verloren heeft.
Μπορείς να περιμένεις λίγο μέχρι να πάω στην τουαλέτα;. Kun je even wachten terwijl ik naar het toilet ga?
Να περιμένεις τη σειρά σου. Je hoort op je beurt te wachten.
Περίμεναν να ξεσπάσει η καταιγίδα. Ze wachtten tot het onweer uitbrak.
Περίμενέ με, γιατί δεν μπορώ να βαδίσω γρήγορα. Wacht op me, omdat ik me niet vlug kan voortbewegen.
Περίμενε ότι τουλάχιστον οι φίλοι του θα τον βοηθούσαν. Hij verwachtte op z'n minst dat zijn vrienden hem zouden helpen.
Mην αρχίζεις αμέσως σε παρακαλώ, περίμενε για δέκα λεπτά. Begin niet meteen, a.u.b., wacht tien minuten
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden:
- απομένω overblijven
- εμμένω gehoorzamen aan, blijven bij
- επιμένω eisen, er op staan
- μένω blijven, wonen, overblijven
- ξεμένω doorheen raken
- παραμένω treuzelen, overblijven, logeren
- προσμένω wachten op, hopen op
- υπομένω geduldig zijn