Tenses - moods |
Passive voice |
Indicative Mood |
Singular |
Plural |
Present |
εξαιρούμαι |
εξαιρούμαστε |
εξαιρείσαι |
εξαιρείστε |
εξαιρείστε |
εξαιρούνται |
Imperfect |
εξαιρούμουν |
εξαιρούμαστε |
-- |
-- |
εξαιρούνταν, εξαιρείτο |
εξαιρούνταν, εξαιρούντο |
Aorist (simple past) |
εξαιρέθηκα |
εξαιρεθήκαμε |
εξαιρέθηκες |
εξαιρεθήκατε |
εξαιρέθηκε |
εξαιρέθηκαν, εξαιρεθήκαν(ε) |
Perfect |
έχω εξαιρεθεί |
έχουμε εξαιρεθεί |
έχεις εξαιρεθεί |
έχετε εξαιρεθεί |
έχει εξαιρεθεί |
έχουν εξαιρεθεί |
Pluperfect |
είχα εξαιρεθεί |
είχαμε εξαιρεθεί |
είχες εξαιρεθεί |
είχατε εξαιρεθεί |
είχε εξαιρεθεί |
είχαν εξαιρεθεί |
Future (continuous) |
θα εξαιρούμαι |
θα εξαιρούμαστε |
θα εξαιρείσαι |
θα εξαιρείστε |
θα εξαιρείται |
θα εξαιρούνται |
Future (simple) |
θα εξαιρεθώ |
θα εξαιρεθούμε |
θα εξαιρεθείς |
θα εξαιρεθείτε |
θα εξαιρεθεί |
θα εξαιρεθούν(ε) |
Future Perfect |
θα έχω εξαιρεθεί |
θα έχουμε εξαιρεθεί |
θα έχεις εξαιρεθεί |
θα έχετε εξαιρεθεί |
θα έχει εξαιρεθεί |
θα έχουν εξαιρεθεί |
Subjunctive Mood |
|
Present |
να εξαιρούμαι |
να εξαιρούμαστε |
να εξαιρείσαι |
να εξαιρείστε |
να εξαιρείται |
να εξαιρούνται |
Aorist |
να εξαιρεθώ |
να εξαιρεθούμε |
να εξαιρεθείς |
να εξαιρεθείτε |
να εξαιρεθεί |
να εξαιρεθούν(ε) |
Perfect |
να έχω εξαιρεθεί |
να έχουμε εξαιρεθεί |
να έχεις εξαιρεθεί |
να έχετε εξαιρεθεί |
να έχει εξαιρεθεί |
να έχουν εξαιρεθεί |
Imparative Mood |
|
Present |
-- |
εξαιρείστε |
Aorist |
εξαιρέσου |
εξαιρεθείτε |
Participle |
|
Present |
εξαιρούμενος |
Perfect |
-- |
-- |
Infinitive |
|
Aorist |
εξαιρεθεί |
Examples with «εξαιρούμαι»:
ελληνικά |
αγγλικά |
Οι ανάπηροι εξαιρούνται από την υποχρέωση για στράτευση. |
Disabled are exempted from military service. |
Mε αίτηση της υπεράσπισης εξαιρέθηκαν δύο ένορκοι από την συμμετοχή τους. |
At the request of the defense two jury members were excluded from participation. |
Όπως από τώρα πληροφορηθήκαμε, για τον ίδιο λόγο εξαιρούμαστε. |
As we had already realized, we are excluded for the same reason. |
Verbs with the same conjugation as «εξαιρούμαι»:
- αναιρούμαι |
to refute, revoke |
- αφαιρούμαι * |
to come out of (sthg) |
- διαιρούμαι |
to bne divisible |
- επαινούμαι |
to be praised, be lauded |
- παραπονούμαι * |
to snivel, complain about (sthg) |
- |
. |
All abovementioned passive forms have active voices.
* «αφαιρούμαι» and «παραπονούμαι» have another passive voices viz: «αφαιριέμαι» and «παραπονιέμαι», which are conjuigated at the same way as «φοριέμαι» of the active verb «φοράω, φορώ»