The formation of the passive perfect participle is usually closely related to the passive aorist's stem of the regular verbs. Many verbs do not form their stems according to a particular pattern, especially the irregular verbs. Because of the verb's irregularity, some forms are not easy to predict and the stems are not formed according to a special pattern.

Hence it should be taken into account that some of the verbs below are irregular. Actually three irregular verbs exist with totally different conjugation patterns, without any relation to those of the regular verbs. Those verbs are «βλέπω» - to look, «λέω» - to say, to tell and «τρώω» - to eat. All the other irregular verbs have forms or just consonants with a certain relationship to each other, but they are irregular because they cannot be pigeonholed into one of the regular patterns.

The regular verbs are divided as follows:

Group I: 1st conjugation, active verbs ending in the present tense in «-ω» with the stress on the penultimate syllable and passive verbs ending in the present tense in «-ομαι».

The stress of the 1st conjugation verbs is on the penultimate syllable.

Group II: 2nd conjugation, divided in:

  • sub A) The active verbs ending in the present tense in «-ώ (-άω)» and passive verbs in «-ιέμαι». *
  • sub B) The active verbs ending in the present tense in «-ώ» and passieve verbs in «-ούμαι»

The 2nd conjugation verbs have the stress on the last syllable «άω/-ώ»

* This group of verbs has two foms viz 1) ending in «-ώ» and 2) The alternative form in «-άω». They come from Ancient Greek and are conjugated in Modern Greek according to the group of verbs ending in «-άω».

stem- ending participle ending verb type passive verb passive aorist stem passive perfect participle English, active and passive
-θ- -μένος αγαπάω/-ώ * IIA αγαπιέμαι αγαπήθ-ηκα -θ- elapsed αγαπημένος to love, love eachother
απαντάω/-ώ ** IIA απαντιέμαι, απαντώμαι απαντήθ-ηκα -θ- elapsed απαντημένος to answer, reply
δένω I δένομαι δέθ-ηκα -θ- elapsed δεμένος to bind,connect
επιβάλλω ***
(irreg.)
I επιβάλλομαι (irreg.) επιβλήθ-ηκα -θ- elapsed επιβεβλημένος to impose, wreak, inflict, enforce
ιδρύω I ιδρύομαι ιδρύθ-ηκα -θ- elapsed ιδρυμένος to establish, found, erect
λύνω I λύνομαι λύθ-ηκα -θ- elapsed λυμένος to solve, unclasp
ντύνω I ντύνομαι ντύθ-ηκα -θ- elapsed ντυμένος to dress, clothe, get dressed
οδηγάω/-ώ ** IIB οδηγούμαι οδηγήθ-ηκα -θ- elapsed οδηγημένος to drive, lead, pilot
περιφρονώ IIB περιφρονούμαι περιφρονήθ-ηκα -θ- elapsed περιφρονημένος to despise, disdain, contemn
φοράω/-ώ * IIA φοριέμαι φορέθ-ηκα -θ- elapsed φορεμένος to wear, put on, get into

Notities:

  • ** These verbs have at the active and passive forms for certain tenses, such as e.g. the present tense and the imperfect, two forms. The same applies for «οδηγώ», but it has only one passive form.
  • *** «επιβάλλω» is an irregularly composed verb of «επι + βάλλω». It has a slightly different passive aorist form, viz «επιβλήθηκα». There are guidelines for the formation of these participles which are explained here on page two.
stem- ending participle ending verb type passive verb passive aorist stem passive perfect participle English, active and passive
-στ- -σμένος ακούω (irreg.) Ι ακούγομαι (irreg.) ακούστ-ηκα -τ- elapsed ακουσμένος to hear,listen
διαψεύδω (irreg.) Ι διαψεύδομαι (irreg.) διαψεύστ-ηκα -τ- elapsed διαψευσμένος to deny, prove wrong
εξετάζω Ι εξετάζομαι εξετάστ-ηκα -τ- elapsed εξετασμένος to examine, overhaul, query
καλώ ΙΙΒ καλούμαι (onreg.) καλέστ-ηκα (κλήθηκα) -τ- elapsed καλεσμένος to call, call on, invite, sunmmon
κλείνω Ι κλείνομαι κλείστ-ηκα -τ- elapsed κλεισμένος to close, shut, end, to lock oneself
κυλάω/-ώ ΙIA κυλιέμαι (irreg.) κυλίστ-ηκα -τ- elapsed κυλισμένος to roll, flow
κερνάω/-ώ ΙΙΑ κερνιέμαι κεράστ-ηκα -τ- elapsed κερασμένος to offer, treat
λούζω Ι λούζομαι λούστ-ηκα -τ- elapsed λουσμένος to bath, wash oneself
πιάνω Ι πιάνομαι πιάστ-ηκα -τ- elapsed πιασμένος to mesh, corral, clutch, grip
πλάθω Ι πλάθομαι πλάστ-ηκα -τ- elapsed πλασμένος to shape, make uop, mould
stem- ending participle ending verb type passive verb passive aorist stem passive perfect participle English, active and passive
-χτ- -γμένος ανοίγω Ι ανοίγομαι ανοίχτ-ηκα -χτ- becomes -γ- ανοιγμένος to open, undo, turn on, open up
βρέχω Ι βρέχομαι (irreg.) βράχηκα irregularity βρεγμένος to rain, moisten, wet, get wet
διατάζω Ι διατάζομαι διατάχτ-ηκα -χτ- becomes -γ- διαταγμένος to order, command , give orders
ελέγχω Ι ελέγχομαι ελέγχτ-ηκα -χτ-elapsed ελεγμένος to check, control, be in control
ζουλάω ΙIA ζουλιέμαι ζουλήχτ-ηκα -χτ- becomes -γ- ζουληγμένος to squeeze, squash, press
κοιτάω/ -ώ ΙIA κοιτιέμαι κοιτάχτ-ηκα -χτ- becomes -γ- κοιταγμένος to look at, look at oneself
μπλέκω Ι μπλέκομαι μπλέχτ-ηκα -χτ- becomes -γ- μπλεγμένος to tangle, confuse, mixed up, be crossed, get involved
τραβάω/-ώ IIA τραβιέμαι τραβήχτ-ηκα -χτ- becomes -γ- τραβηγμένος to pull, drag, draw, pull back, have trouble
χαράζω Ι χαράζομαι χαράχτ-ηκα -χτ- becomes -γ- χαραγμένος to carve, engrave, scratch, getting light (dawn of day)
φυλάω (onreg.) Ι φυλάγομαι φυλάχτ-ηκα -χτ- becomes -γ- φυλαγμένος to guard, keep, look after (oneself)
stem- ending participle ending verb type passive verb passive aorist stem passive perfect participle English, active and passive
-νθ- -μένος
-σμένος -ημένος
απομακρύνω Ι απομακρύνομαι απομακρύνθηκα -νθ- becomes -σ- απομακρυσμένος to remove, dissociate, move away, ward off, turn away
βαρύνω Ι βαρύνομαι βαρύνθ-ηκα -νθ- elapsed βεβαρυμένος (toegev. βε vlgs b.g. regel) to lie with, be accused of, be charged with
επιβαρύνω Ι επιβαρύνομαι επιβαρύνθ-ηκα -νθ- becomes -η- επιβαρημένος to burden, cumber, encumber
μολύνω Ι μολύνομαι μολύνθ-ηκα -νθ- elapsed μολυμένος to contaminate, infect, taint
οξύνω Ι οξύνομαι οξύνθ-ηκα -νθ- elapsed οξυμένος to sharpen, take an acute acent
stem- ending participle ending verb type passive verb passive aorist stem passive perfect participle English, active and passive
-φτ- -μμένος αλείφω Ι αλείφομαι αλείφτ-ηκα -φτ- becomes -μμ- αλειμμένος to smear, spread, coat, annoint
ανάβω Ι ανάβομαι ανάφτ-ηκα -φτ- becomes -μμ- αναμμένος to turn on, light up, switch on
βάφω Ι βάφτηκα -φτ- becomes -μμ- βαμμένος to paint, spray, dye, varnish, polish, put make-up on
καλύπτω Ι καλύπτομαι καλύφθ-ηκα, καλύφτ-ηκα -φθ-+-φτ-
become -μμ-
καλυμμένος to cover, muffle, fill in, make up
καταλαμβάνω
* (irreg.)
Ι καταλαμβάνομαι
*(irreg.)
καταλήφeθ-ηκα -φθ- becomes -μμ- κατειλημμένος to occupy, hijack, comprisse, be seized, take up
κρύβω Ι κρύβομαι κρύφτ-ηκα -φτ- becomes -μμ- κρυμμένος to hide, conceal, cover up, cache
σκάβω Ι σκάβομαι σκάφτ-ηκα -φτ- becomes -μμ- σκαμμένος to dig, delve

* The perfect partiuciple of this irregular verb should be «καταλαμμένος»,but partly because of the irregular aorist «καταλήφθηκα» and a possible acoustic rule it is «κατειλημμένος».

stem- ending participle ending verb type passive verb passive aorist stem passive perfect participle English, active and passive
-αυτ-
-ευτ-
-ευστ-
αυμένος
-αμένος
-εμένος
ευμένος
ευσμένος
αναπαύω Ι αναπαύομαι αναπαύτ-ηκα -τ- / -υτ- elapsed αναπα(υ)μένος to repose, rest, comfort
βολεύω Ι βολεύομαι βολεύτ-ηκα -υτ- elapsed βολεμένος to put, arrange, fit inm settle in
δεσμεύω Ι δεσμεύομαι δεσμεύτηκα, δεσμεύθηκα -τ- / -θ- elapsed δεσμευμένος to bind, tie down, fetter, shackle
κλαίω (onreg.) Ι κλαίγομαι (onreg.) κλαύτ-ηκα -υτ- elapsed κλαμένος to weep, cry, wail
αγγαρεύω Ι αγγαρεύομαι αγγαρεύτ-ηκα -υτ- elapsed αγγαρεμένος to get sb to do sth
αγριεύω Ι αγριεύομαι αγριεύτ-ηκα -υτ- elapsed αγριεμένος to infuriate, bully, become rough
γιατρεύω Ι γιατρεύομαι γιατρεύτ-ηκα -υτ- elapsed γιατρεμένος to cure
δουλεύω Ι δουλεύομαι δουλεύτ-ηκα -υτ- elapsed δουλεμένος to work, function,labor
κυριεύω Ι κυριεύομαι κυριεύτ-ηκα, κυριεύθ-ηκα -τ- / -θ- elapsed κυριευμένος to conquer, take, be obsessed
μαγειρεύω Ι μαγειρεύομαι μαγειρεύτ-ηκα -υτ- elapsed μαγειρεμένος to cook
εμπνέω Ι εμπνέομαι εμπνεύστ-ηκα -τ- elapsed εμπνευσμένος to inspire
διαρρέω Ι διαρρέομα διαρρεύστ-ηκα -τ- elapsed διαρρεύσμένος to leak out, pass, go by
stem- ending participle ending verb type passive verb passive aorist stem passive perfect participle English, active and passive
-ανθ- ασμένος θερμαίνω Ι θερμαίνομαι θερμάνθ-ηκα -νθ- becomes -σ- θερμασμένος to heat, warm
υφαίνω Ι υφαίνομαι υφάνθ-ηκα -νθ- becomes -σ- υφασμένος to weave, spin, hatch
-αθ- -αμένος ζεσταίνω Ι ζεσταίνομαι ζεστάθ-ηκα -θ- elapsed ζεσταμένος to warm, heat up, overheat
τρελαίνω Ι τρελαίνομαι τρελάθ-ηκα -θ- elapsed τρελαμένος to craze, madden, drive mad
-ηθ- -ημένος ανασταίνω Ι ανασταίνομαι αναστήθ-ηκα -θ- elapsed αναστημένος resurrect, survive
αυξαίνω, αυξάνω (irreg.) Ι αυξάνομαι (irrreg.) αυξήθ-ηκα -θ- elapsed αυξημένος to increase, augment, wax
stem- ending participle ending verb type passive verb passive aorist stem passive perfect participle English, active and passive
αριστ ισμένος φρεσκάρω Ι φρεσκάρομαι φρεσκαρίστ-ηκα -τ- elapsed φρεσκαρισμένος to refresh, brush up
φιλτράρω Ι φιλτραρομαι φιλτραρίστ-ηκα -τ- elapsed φιλτραρισμένος to filter, percolate
-ιριστ σερβίρω Ι σερβίρομαι, σερβιρίζομαι σερβιρίστ-ηκα -τ- elapsed σερβιρισμένος to serve, wait at
γαρνίρω Ι γαρνίρομαι γαρνιρίστ-ηκα -τ- elapsed γαρνιρισμένος to garnish, decorate embellish
stem- ending participle ending verb type passive verb passive aorist stem passive perfect participle English, active and passive
-αι- αμένος αποσταίνω Ι -- -- -- αποσταμένος to be tired, getting tired
-- ασμένος γερνάω/-ώ ΙI γερασμένος to become older
διψάω/-ώ ΙI -- -- -- διψασμένος to be thirsty
πεινάω/-ώ ΙI -- -- -- πεινασμένος to be hungry
φτάνω, φθάνω Ι -- -- -- φτασμένος to arrive
-- εμένος ταξιδεύω Ι -- -- -- ταξιδεμένος to travel
-- ημένος αρρωσταίνω Ι -- -- -- αρρωστημένος to become ill
-- ισμένος αγανακτώ, αγαναχτώ ΙI -- -- -- αγαναχτισμένος to be indignant, to be angry
αγρυπνάω/-ώ ΙI -- -- -- αγρυπνισμένος to stay awake, be vigilant
ακουμπάω/-ώ ΙI -- -- -- ακουμπισμένος to touch, put, lean
δυστυχώ ΙI -- -- -- δυστυχισμένος to be unhapy
ευτυχώ ΙI -- -- -- ευτυχισμένος, to prosper
λιποθυμώ ΙI -- -- -- λιποθυμισμένος to faint
ναυαγώ ΙI -- -- -- ναυαγισμένος to cast away
-- μένος θυμώνω Ι -- -- -- θυμωμένος to be angry, get angry
ματώνω Ι -- -- -- ματωμένος to bleed, draw blood
-- υσμένος μεθάω/-ώ (onreg>) ΙI -- -- -- μεθυσμένος intoxicate, inebriate
stem- ending participle ending verb type passive verb passive aorist stem passive perfect participle English, active and passive
-- -ημένος μαθαίνω Ι (μαθευόμαι) μαθεύτηκα -- μαθημένος learn
αποτυχαίνω Ι -- -- -- αποτυχημένος to emboss, fall down
πετυχαίνω Ι -- -- -- πετυχημένος to succeed, bring off
Extra voorvoegsel

When the actual verb starts with «β, γ, δ, κ, λ, μ, π, σ, τ», the participle may get a syllable as a prefix, consisting of the same consonant plus an «-ε».This does not apply to all verbs that begin with the abovementioned letters. This concerns mainly participles used as adjectives or nouns or those which are used instead of corresponding participles such as: «ανειλημμένες υποχρεώσεις» - other obligations, «βεβαρημένο παρελθόν» - difficult past, «επανειλημμένες επισκέψεις» - repeated visitors, «κατειλημμένες τηλεφωνικές γραμμές» - occupied phone lines and «προδιαγεγραμμένη πορεία» - specified route. In above case we are dealing with the verb «βάλλω», which begins with «β» and the aorit stem «επιβλήθ-» is complemented to «επιβεβλήμένος».

Examples of this are:
stem- ending participle ending verb type passive verb passive aorist stem passive perfect participle English, active and passive
-θ- -μένος διακρίνω I διακρίνομαι διακρίθ-ηκα -θ- elapsed διακεκριμένος, supplemented with -κε- to distinguish, distinguish oneself
προσκαλώ IIB προσκαλούμαι προσκλήθ-ηκα -θ- elapsed προσκεκλημένος, supplemented with
-κε-
to invite, be invited
συνδέω I συνδέομαι συνδέθ-ηκα -θ- elapsed συνδεμένος, supplemented with
-δε-
to have relationship, to connect
-φ- -μμένος εγγράφω I εγγράφομαι (onreg.) εγγράφ-ηκα -φ- becomes -μμ- εγγεγραμμένος, supplemented with
-γε-
to register, enroll
στ -σμένος τελώ ΙΙΒ τελούμαι τελέστ-ηκα -στ- becomes -σ- τετελεσμένος, supplemented with
-τε-,
to perform, carry out, celebrate