Tenses - Moods | Active voice | |
---|---|---|
Indicative Mood | Singular | Plural |
Present | φοράω, φορώ | φοράμε, φορούμε |
φοράς | φοράτε | |
φοράει, φορά | φοράν(ε), φορούν(ε) | |
Imperfect | φορούσα, φόραγα | φορούσαμε, φοράγαμε |
φορούσες, φόραγες | φορούσατε, φοράγατε | |
φορούσε, φόραγε | φορούσαν(ε), φόραγαν, φοράγανε | |
Aorist (simple past) | φόρεσα | φορέσαμε |
φόρεσες | φορέσατε | |
φόρεσε | φόρεσαν, φορέσαν(ε) | |
Perfect | έχω φορέσει, έχω φορεμένο | έχουμε φορέσει, έχουμε φορεμένο |
έχεις φορέσει, έχεις φορεμένο | έχετε φορέσει, έχετε φορεμένο | |
έχει φορέσει, έχει φορεμένο | έχουν φορέσει, έχουν φορεμένο | |
Pluperfect | είχα φορέσει, είχα φορεμένο | είχαμε φορέσει, είχαμε φορεμένο |
είχες φορέσει,είχες φορεμένο | είχατε φορέσει, είχατε φορεμένο | |
είχε φορέσει, είχε φορεμένο | είχαν φορέσει, είχαν φορεμένο | |
Future (continuous) | θα φοράω, θα φορώ | θα φοράμε, θα φορούμε |
θα φοράς | θα φοράτε | |
θα φοράει, θα φορά | θα φοράν(ε), θα φορούν(ε) | |
Future (simple) | θα φορέσω | θα φορέσουμε, θα φορέσομε |
θα φορέσεις | θα φορέσετε | |
θα φορέσει | θα φορέσουν(ε) | |
Future Perfect | θα έχω φορέσει, θα έχω φορεμένο | θα έχουμε φορέσει, θα έχουμε φορεμένο |
θα έχεις φορέσει, θα έχεις φορεμένο | θα έχετε φορέσει, θα έχετε φορεμένο | |
θα έχει φορέσει, θα έχει φορεμένο | θα έχουν φορέσει, θα έχουν φορεμένο | |
Subjunctive Mood | ||
Present | να φοράω, να φορώ | να φοράμε, να φορούμε |
να φοράς | να φοράτε | |
να φοράει, να φορά | να φοράν(ε), να φορούν(ε) | |
Aorist | να φορέσω | να φορέσουμε, να φορέσομε |
να φορέσεις | να φορέσετε | |
να φορέσει | να φορέσουν(ε) | |
Perfect | να έχω φορέσει, να έχω φορεμένο | να έχουμε φορέσει, να έχουμε φορεμένο |
να έχεις φορέσει, να έχεις φορεμένο | να έχετε φορέσει, να έχεις φορεμένο | |
να έχει φορέσει, να έχει φορεμένο | να έχουν φορέσει, να έχουν φορεμένο | |
Imperative Mood | ||
Present | φόρα, φόραγε | φοράτε |
Aorist | φόρεσε, φόρα | φορέστε |
Participle | ||
Present | φορώντας | |
Perfect | έχοντας φορέσει, έχοντας φορεμένο | |
Participle | ||
Aorist | φορέσει |
Examples with «φοράω»:
ελληνικά | αγγλικά |
---|---|
Φόρα το σακάκι σου, γιατί κάνει ψύχρα. | Put your jacket οn because it's chilly. |
Φόρεσατα καλά μου ρούχα και βγήκα έξω. | I wore my best clothes and went out. |
Tι νούμερο παπούτσι φοράς; | What is your shoe size? |
Φορούσε μαύρα, γιατί πενθούσε τον πεθερό της. | She wore black, because she is mourning for her father. |
Verbs with the same conjugation as «φοράω, φορώ»:
- βαράω, βαρώ * | to hit, strike, injure, wound |
- καρτεράω, καρτερώ * ° | to be patient, await |
- παρακαλάω, παρακαλώ * °° | to request |
- πονάω, πονώ * | to hurt, feel pain, feel pity |
- στεναχωράω, στεναχωρώ × | to upset |
- συγχωράω, συγχωρώ ×× | to forgive, excuse |
- χωράω, χωρώ * | to contain, hold |
* These verbs have no passive voices
° The second form of «καρτεράω», «καρτερώ», is conjugated as the active verb «αξιολογώ»
°°The active voice «παρακαλάω» doesn't have a passive voice like e.g. «παρακαλιέμαι». However the voice «παρακαλώ» has an active voice, conjugated as «τελώ» and of the passive voice «παρακαλούμαι», conjugated as «τελούμαι», only the present tense is used.
× The verb «στεναχωράω, στεναχωρώ» has a few different active voices i.e. «στεναχωρώ» and «στενοχωρώ» both conjugated as «αξιολογώ». Apart from that, it has another «στεναχωρώ» conjugated as «τελώ»
×× The verb «συγχωράω, συγχωρώ» has a few different active voices like «συγχωράω, συγχωρώ» conjugated as «αγαπάω, αγαπώ». Outside from that «συγχωρώ» has two different conjugations as «αξιολογώ» and as «τελώ»