Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present πονάω, πονώ πονάμε, πονούμε
πονάς πονάτε
πονάει, πονά πονάν(ε), πονούν(ε)
Imperfect πόνεσαν, πονέσαν(ε) πονούσαμε, πονάγαμε
πονούσες, πόναγες πονούσατε, πονάγατε
πονούσε, πόναγε πονούσαν(ε), πόναγαν, πονάγανε
Aorist (simple past) πόνεσα πονέσαμε
πόνεσες πονέσατε
πόνεσε πόνεσαν, πονέσαν(ε)
Perfect έχω πονέσει έχουμε πονέσει
έχεις πονέσει έχετε πονέσει
έχει πονέσει έχουν πονέσει
Pluperfect είχα πονέσει είχαμε πονέσει
είχες πονέσει είχατε πονέσει
είχε πονέσει είχαν πονέσει
Future (continuous) θα πονάω, θα πονώ θα πονάμε, θα πονούμε
θα πονάς θα πονάτε
θα πονάει, θα πονά θα πονάν(ε), θα πονούν(ε)
Future (simple) θα πονέσω θα πονέσουμε, θα πονέσομε
θα πονέσεις θα πονέσετε
θα πονέσει θα πονέσουν(ε)
Future Perfect θα έχω πονέσει θα έχουμε πονέσει
θα έχεις πονέσει θα έχετε πονέσει
θα έχει πονέσει θα έχουν πονέσει
Subjunctive Mood
Present να πονάω, να πονώ να πονάμε, να πονούμε
να πονάς να πονάτε
να πονάει, να πονά να πονάν(ε), να πονούν(ε)
Aorist να πονέσω να πονέσουμε, να πονέσομε
να πονέσεις να πονέσετε
να πονέσει να πονέσουν(ε)
Perfect να έχω πονέσει να έχουμε πονέσει
να έχεις πονέσει να έχετε πονέσει
να έχει πονέσει να έχουν πονέσει
Imperative Mood
Present πόνα, πόναγε πονάτε
Aorist πόνεσε, πόνα πονέστε
Participle
Present πονώντας
Perfect έχοντας πονέσει
Infinitive
Aorist πονέσει
Examples with «πονάω, πονώ»:
ελληνικά αγγλικά
Aν πονέσει το κεφάλι σου, πάρε ασπιρίνη. If your head hurts, take an aspirin.
Ο γιατρός τύλιξε με επίδεσμο το πονεμένο χέρι της. The doctor wrapped her sore hand with bandage.
Tης έσφιξε δυνατά το χέρι και την πόνεσε She severely pinched off her hand and it hurt her.
Όταν έμαθε το θάνατό της, πόνεσε πολύ When he heard of her death, it hurt him a lot.
Tην πόνεσε πολύ ο χωρισμός The separation hurt her a lot.
Verbs with the same conjugation as «πονάω, πονώ»:
- βαράω, βαρώ * to hit, strike, injure, wound
- καρτεράω, καρτερώ * ° to be patient, await
- παρακαλάω, παρακαλώ * °° to request
- πονάω, πονώ * to hurt, feel pain, feel pity
- στεναχωράω, στεναχωρώ × to upset
- συγχωράω, συγχωρώ ×× to forgive, excuse
- χωράω, χωρώ * to contain, hold

* These verbs have no passive voices

° The second form of «καρτεράω», «καρτερώ», is conjugated as the active verb «αξιολογώ»

°°The active voice «παρακαλάω» doesn't have a passive voice like e.g. «παρακαλιέμαι». However the voice «παρακαλώ» has an active voice, conjugated as «τελώ» and of the passive voice «παρακαλούμαι», conjugated as «τελούμαι», only the present tense is used.

× The verb «στεναχωράω, στεναχωρώ» has a few different active voices i.e. «στεναχωρώ» and «στενοχωρώ» both conjugated as «αξιολογώ». Apart from that, it has another «στεναχωρώ» conjugated as «τελώ»

×× The verb «συγχωράω, συγχωρώ» has a few different active voices like «συγχωράω, συγχωρώ» conjugated as «αγαπάω, αγαπώ». Outside from that «συγχωρώ» has two different conjugations as «αξιολογώ» and as «τελώ»