| Tenses - Moods | Active voice | |
|---|---|---|
| Indicative Mood | Singular | Plural |
| Present | αξιολογώ | αξιολογούμε |
| αξιολογείς | αξιολογείτε | |
| αξιολογεί | αξιολογούν(ε) | |
| Imperfect | αξιολογούσα | αξιολογούσαμε |
| αξιολογούσες | αξιολογούσατε | |
| αξιολογούσε | αξιολογούσαν(ε) | |
| Aorist (simple past) | αξιολόγησα | αξιολογήσαμε |
| αξιολόγησες | αξιολογήσατε | |
| αξιολόγησε | αξιολόγησαν, αξιολογήσαν(ε) | |
| Perfect | έχω αξιολογήσει, έχω αξιολημένο |
έχουμε αξιολογήσει, έχουμε αξιολημένο |
| έχεις αξιολογήσει, έχεις αξιολογημένο |
έχετε αξιολογήσει, έχετε αξιολογημένο |
|
| έχει αξιολογήσει, έχει αξιολογημένο |
έχουν αξιολογήσει, έχουν αξιολογημένο |
|
| Pluperfect | είχα αξιολογήσει, είχα αξιολογημένο |
είχαμε αξιολογήσει, είχαμε αξιολογημένο |
| είχες αξιολογήσει, είχες αξιολογημένο |
είχατε αξιολογήσει, είχατε αξιολογημένο |
|
| είχε αξιολογήσει, είχε αξιολογημένο |
είχαν αξιολογήσει, είχαν αξιολογημένο |
|
| Future (continuous) | θα αξιολογώ | θα αξιολογούμε |
| θα αξιολογείς | θα αξιολογείτε | |
| θα αξιολογεί | θα αξιολογούν(ε) | |
| Future (simple) | θα αξιολογήσω | θα αξιολογήσουμε |
| θα αξιολογήσεις | θα αξιολογήσετε | |
| θα αξιολογήσει | θα αξιολογήσουν(ε) | |
| Future Perfect | θα έχω αξιολογήσει, θα έχω αξιολογημένο |
θα έχουμε αξιολογήσει, θα έχουμε αξιολογημένο |
| θα έχεις αξιολογήσει, θα έχεις αξιολογημένο |
θα έχετε αξιολογήσει, θα έχετε αξιολογημένο |
|
| θα έχει αξιολογήσει, θα έχει αξιολογημένο |
θα έχουν αξιολογήσει, θα έχουν αξιολογημένο |
|
| Subjunctive Mood | ||
| Present | να αξιολογώ | να αξιολούμε |
| να αξιολογείς | να αξιολογείτε | |
| να αξιολογεί | να αξιολογούν(ε) | |
| Aorist | να αξιολογήσω | να αξιολογήσουμε, να αξιολογήσομε |
| να αξιολογήσεις | να αξιολογήσετε | |
| να αξιολογήσει | να αξιολογήσουν(ε) | |
| Perfect | να έχω αξιολογήσει, να έχω αξιολογημένο |
να έχουμε αξιολογήσει, να έχουμε αξιολογημένο |
| να έχεις αξιολογήσει, να έχεις αξιολογημένο |
να έχετε αξιολογήσει, να έχετε αξιολογημένο |
|
| να έχει αξιολογήσει, να έχει αξιολογημένο |
να έχουν αξιολογήσει, να έχουν αξιολογημένο |
|
| Imperative Mood | ||
| Present | -- | αξιολογείτε |
| Aorist | αξιολόγησε | αξιολογήστε, αξιολογήσετε |
| Participle | ||
| Present | αξιολογώντας | |
| Perfect | έχοντας αξιολογήσει, έχοντας αξιολογημένο | |
| Infinitive | ||
| Aorist | αξιολογήσει | |
Examples with «αξιολογώ»:
| ελληνικά | αγγλικά |
|---|---|
| Οι κριτικοί ταινιών αξιολογούν ταινίες σε μια κλίμακα από ένα έως δέκα. | The film critics rate movies on a scale of one to ten. |
| Ο σύμβουλος αξιολόγησε την κατάσταση. | The defense counsel estimated the situation. |
| Έπρεπε να αξιολογήσει όλα τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του. | He had to assess all components, which he had at his disposal. |
Verbs with the same conjugation as «αξιολογώ»


