Tenses - moods | Active voice | |
---|---|---|
Indicative mood | Singular | Plural |
Present | κηρύσσω | κηρύσσουμε, κηρύσσομε |
κηρύσσεις | κηρύσσετε | |
κηρύσσει | κηρύσσει(ε) | |
Imperfect | κήρυσσα | κηρύσσαμε |
κήρυσσες | κηρύσσατε | |
κήρυσσε | κήρυσσαν, κηρύσσαν(ε) | |
Aorist | κήρυξα | κηρύξαμε |
κήρυξες | κηρύξατε | |
κήρυξε | κήρυξαν, κηρύξαν(ε) | |
Perfect | έχω κηρύξει, έχω κηρυγμένο | έχουμε κηρύξει, έχουμε κηρυγμένο |
έχεις κηρύξει, έχεις κηρυγμένο | έχετε κηρύξει, έχετε κηρυγμένο | |
έχει κηρύξει, έχει κηρυγμένο | έχουν κηρύξει, έχουν κηρυγμένο | |
Pluperfect | είχα κηρύξει, είχα κηρυγμένο | είχαμε κηρύξει, είχαμε κηρυγμένο |
είχες κηρύξει, είχες κηρυγμένο | είχατε κηρύξει, είχατε κηρυγμένο | |
είχε κηρύξει, είχε κηρυγμένο | είχαν κηρύξει, είχαν κηρυγμένο | |
Future (continuous) | θα κηρύσσω | θα κηρύσσουμε, θα κηρύσσομε |
θα κηρύσσεις | θα κηρύσσετε | |
θα κηρύσσει | θα κηρύσσουν(ε) | |
Future (simple) | θα κηρύξω | θα κηρύξουμε, θα κηρύξομε |
θα κηρύξεις | θα κηρύξετε | |
θα κηρύξει | θα κηρύξουν(ε) | |
Future Perfect | θα έχω κηρύξει, θα έχω κηρυγμένο | θα έχουμε κηρύξει, θα έχουμε κηρυγμένο |
θα έχεις κηρύξει, θα έχεις κηρυγμένο | θα έχετε κηρύξει θα έχετε κηρυγμένο | |
θα έχει κηρύξει, θα έχει κηρυγμένο | θα έχουν κηρύξει, θα έχουν κηρυγμένο | |
Subjunctive mood | ||
Present | να κηρύσσω | να κηρύσσουμε, να κηρύσσομε |
να κηρύσσεις | να κηρύσσετε | |
να κηρύσσει | να κηρύσσουν(ε) | |
Aorist | να κηρύξω | να κηρύξουμε, να κηρύξομε |
να κηρύξεις | να κηρύξετε | |
να κηρύξει | να κηρύξουν(ε) | |
Perfect | να έχω κηρύξει, να έχω κηρυγμένο | να έχουμε κηρύξει, να έχουμε κηρυγμένο |
να έχεις κηρύξει, να έχεις κηρυγμένο | να έχετε κηρύξει, να έχετε κηρυγμένο | |
να έχει κηρύξει, να έχει κηρυγμένο | να έχουν κηρύξει, να έχουν κηρυγμένο | |
Imperative mood | ||
Present | κήρυσσε | κηρύσσετε |
Aorist | κήρυξε | κηρύξτε, κηρύξετεε |
Participle | ||
Present | κηρύσσοντας | |
Perfect | έχοντας κηρύξει, έχοντας κηρυγμένο | |
Infinitive | ||
Aorist | κηρύξει |
Examples with «κηρύσσω»:
ελληνικά | aγγλικά |
---|---|
Κήρυσσε την επανάληψη της συνόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. | He announced the continuation of the meeting of the European Parliament. |
Κηρύσσοντας τριήμερο εθνικό πένθος, ενώ ήταν στην τηλεόραση ο πρόεδρος. | While the president was on TV he announced these days of national mourning. |
Οι κάτοικοι του περιβάλλοντος, όπου ο δήμος έχει κηρύξει απαλλοτρίωση, ήταν αμηχανία. | The inhabitants of the area in which the municipality has declared expropriation, were stunned. |
Μας ζητάει να κηρύξουμε σε όλα τα έθνη ο λόγος του Θεού. | We are asked to preach the word of God to all the people. |
Πώς γίνεται να κηρύσσετε ανένδοτο να παίζουν κρυφτούλι με τους άπιστους; | How can you uncompromisingly preach to play hide and seek with the disbelievers? |
Verbs with the same conjugation as «κηρύσσω»:
- αναπτύσσω * | to develop, deploy, evolve |
- ανασυντάσσω * | to rally, regroup, redeploy |
- ανταλάσσω *º | wisselen, verwisselen |
- αντιτάσσω * | to pit, oppose |
- απαλλάσσω *º | to acquit, absolve, release |
- διακηρύσσω * | to declare, blazon abroad |
- διατάσσω * | to enjoin, order |
- διαταράσσω * | to perturb, unsettle |
- διαφυλάσσω * | to preserve |
- εισπράττω * | to collect, gather |
- εκπλήττω *ºº | to astonish, surprise |
- εντάσσω * | to fit in, file |
- εξελίσσω ** | develope |
- επικηρύσσω * | to outlaw |
- καταπλήσσω *ºº | to amaze, astound |
- πλήττω *ºº | to bludgeon, strike |
- πράττω | to do, manage |
- προτάσσω * | to prefix |
- προφύλασσω * | to protect, shelter |
- συμπράττω | cooperate |
- συμπτύσσω * | to limit, shorten, tuck |
- συντάσσω * | to compile, compose, indite |
- υποτάσσω * | to subject, bring under, subdue |
- | . |
* These verbs also have an passive form.
** Of «εξελίσσω» only the participle is used as an adjectine like in terms such as «ο εξελιγμένος λαός» - the developed nation, «η εξελιγμένη κοινωνία» - The progressive society and «τα περισσότερο εξελιγμένα είδη» - the more evolved species.
º The passive forms of these verbs have an irregular conjugation such as of «απαλλάσσομαι».
ºº The passive forms of these verbs also have an irregular conjugation such as of «εκπλήττομαι, εκπλήσσομαι».