Tenses - moods | Passive voice | |
---|---|---|
Indicative Mood | Singular | Plural |
Present | εκπλήττομαι, εκπλήσσομαι | εκπληττόμαστε |
εκπλήττεσαι | εκπλήττεστε, εκπληττόσαστε | |
εκπλήττεται | εκπλήττονται | |
Imperfct | - | - |
- | - | |
εκπλήττετο | εκπλήττονταν, εκπλήττοντο | |
Aorist (simple past) | εκπλήγηκα, εξεπλάγην | εκπληγήκαμε, εξεπλάγημεν |
εκπλήγηκες, εξεπλάγης | εκπληγήκατε, εξεπλάγητε | |
εκπλήγηκε, εξεπλάγη | εκπλήγηκαν, εκπληγήκανε, εξεπλάγησαν | |
Perfect | έχω εκπλαγεί | έχουμε εκπλαγεί |
έχεις εκπλαγεί | έχουμε εκπλαγεί | |
έχει εκπλαγεί | έχουν εκπλαγεί | |
Pluperfect | είχα εκπλαγεί | είχαμε εκπλαγεί |
είχες εκπλαγεί | είχατε εκπλαγεί | |
είχε εκπλαγεί | είχαν εκπλαγεί | |
Future (continuous) | θα εκπλήττομαι | θα εκπληττόμαστε |
θα εκπλήττεσαι | θα εκπλήττεστε, θα εκπληττόσαστε | |
θα εκπλήττεται | θα εκπλήττονται | |
Future (simple) | θα εκπλαγώ | θα εκπλαγούμε |
θα εκπλαγείς | θα εκπλαγείτε | |
θα εκπλαγεί | θα εκπλαγούν(ε) | |
Future Perfect | θα έχω εκπλαγεί | θα έχουμε εκπλαγεί |
θα έχεις εκπλαγεί | θα έχετε εκπλαγεί | |
θα έχει εκπλαγεί | θα έχουν εκπλαγεί | |
Subjunctive Mood | ||
Onvoltooid tegenwoordige tijd | να εκπλήττομαι | να εκπληττόμαστε |
να εκπλήττεσαι | να εκπλήττεστε, να εκπληττόσαστε | |
να εκπλήττεται | να εκπλήττονται | |
Aorist | να εκπλαγώ | να εκπλαγούμε |
να εκπλαγείς | να εκπλαγείτε | |
να εκπλαγεί | να εκπλαγούν(ε) | |
Perfect | να έχω εκπλαγεί | να έχουμε εκπλαγεί |
να έχεις εκπλαγεί | να έχετε εκπλαγεί | |
να έχει εκπλαγεί | να έχουν εκπλαγεί | |
Imperative Mood | ||
Present | -- | εκπλήττεστε |
Aorist | εκπλαγείτε | |
Participle | ||
Present | εκπληττόμενος | |
Perfect | ||
OInfinitive | ||
Aorist | εκπλαγεί |
Examples with «εκπλήττομαι, εκπλήσσομαι»:
ελληνικά | αγγλικά |
---|---|
Κάθε φορά που βλέπω το ταινία, εκπλήσσομαι. | Each time I see the movie I'm surprised. |
Κανείς δεν θα εκπλαγεί αν μας λέει οτί θα ζητήσει πολιτικό άσυλο. | Nobody will be surprised when he tells us he applies for political asylum. |
Μην εκπλαγείτε αν έχουμε μια έκπληξη. | Don't be astonished when we have a surpise. |
Δεν πρέπει να εκπληττόμαστε από τέτοια υπέροχη περίπτωση. | We shouldn't be astonished by such a great event. |
Ας μην εκπλαγούμε αν σε λίγο εγκαινιαστεί μια νέα τηλεφωνική γραμμή ανώνυμων καταγγελιών. | Let's not be astonished when shortly a new range of anonymous complaints starts. |
Verbs with the same conjugation as «εκπλήττομαι, εκπλήσσομαι»:
- καταπλήττω, καταπλήσσω | to be amazed, astound |
- πλήττομαι | to be bored, get bored |