< meta name="keywords" content="modern greek on line, modern greek grammar, modern greek verb conjugation" />
Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present εισπράττω εισπράττουμε, εισπράττομε
εισπράττεις εισπράττετε
εισπράττει εισπράττουν(ε)
Imperfect εισέπραττα εισπράτταμε
εισέπραττες εισπράττατε
εισέπραττε εισέπρατταν, εισπράτταν(ε)
Aorist εισέπραξα εισπράξαμε
εισέπραξες εισπράξατε
εισέπραξε εισέπραξαν, εισπράξαν(ε)
Perfect έχω εισπράξει, έχω εισπραγμένο έχουμε εισπράξει, έχουμε εισπραγμένο
έχεις εισπράξει, έχεις εισπραγμένο έχετε εισπράξει, έχετε εισπραγμένο
έχει εισπράξει, έχει εισπραγμένο έχουν εισπράξει, έχουν εισπραγμένο
Voltooid verleden tijd είχα εισπράξει, είχα εισπραγμένο είχαμε εισπράξει, είχαμε εισπραγμένο
είχες εισπράξει, είχες εισπραγμένο είχατε εισπράξει, είχατε εισπραγμένο
είχε εισπράξει, είχε εισπραγμένο είχαν εισπράξει, είχαν εισπραγμένο
Future (continuous) θα εισπράττω θα εισπράττουμε, θα εισπράττομε
θα εισπράττεις θα εισπράττετε
θα εισπράττει θα εισπράττουν(ε)
Future (simple) θα εισπράξω θα εισπράξουμε, θα εισπράξομε
θα εισπράξεις θα εισπράξει
θα εισπράξει θα εισπράξουν(ε)
Future perfect θα έχω εισπράξει, θα έχω εισπραγμένο θα έχουμε εισπράξει, θα έχουμε εισπραγμένο
θα έχεις εισπράξει, θα έχεις εισπραγμένο θα έχετε εισπράξει θα έχετε εισπραγμένο
θα έχει εισπράξει, θα έχει εισπραγμένο θα έχουν εισπράξει, θα έχουν εισπραγμένο
Subjunctive mood
Present να εισπράττω να εισπράττουμε, να εισπράττομε
να εισπράττεις να εισπράττετε
να εισπράττει να εισπράττουν(ε)
Aoristus να εισπράξω να εισπράξουμε, να εισπράξομε
να εισπράξεις να εισπράξετε
να εισπράξει να εισπράξουν(ε)
Perfect να έχω εισπράξει, να έχω εισπραγμένο να έχουμε εισπράξει, να έχουμε εισπραγμένο
να έχεις εισπράξει, να έχεις εισπραγμένο να έχετε εισπράξει, να έχετε εισπραγμένο
να έχει εισπράξει, να έχει εισπραγμένο να έχουν εισπράξει, να έχουν εισπραγμένο
Imperative
Present είσπραττε είσπραξε
Aorist είσπραξε εισπράξτε, εισπράξετε
Participle
Present εισπράττοντας
Perfect έχοντας εισπράξει, έχοντας εισπραγμένο
Infinitive
Aorist εισπράξει

Examples with «εισπράττω»:

ελληνικά αγγλικά
Εισπράττουν ποσοστό, από οποιονδήποτε με χρήματα. Zij ontvangen een percentage van iedereen met geld.
Έχει ήδη εισπράξει πολλά συγχαρητήρια! Zij/Hij heeft reeds vele gelukwensen in ontvangst genomen.
Δεν μπορεί να εισπράξει ποσό παροχών χαμηλότερο από το ελάχιστο. Men kan geen uitkering ontvangen onder het minimum.
Verbs with the same conjugation as «εισπράττω»:
- αναπτύσσω * to develop, deploy, evolve
- ανασυντάσσω * to rally, regroup, redeploy
- ανταλάσσω *º wisselen, verwisselen
- αντιτάσσω * to pit, oppose
- απαλλάσσω *º to acquit, absolve, release
- διακηρύσσω * to declare, blazon abroad
- διαταράσσω * to perturb, unsettle
- διατάσσω * to arrange, position, order
- διαφυλάσσω * to preserve
- εκπλήττω *ºº to astonish, surprise
- εντάσσω * to fit in, file
- εξελίσσω ** develope
- επικηρύσσω * to outlaw
- καταπλήσσω *ºº to amaze, astound
- κηρύσσω * to preach, announce
- πλήττω *ºº to bludgeon, strike
- πράττω to do, manage
- προτάσσω * to prefix
- προφύλασσω * to protect, shelter
- συμπράττω cooperate
- συμπτύσσω * to limit, shorten, tuck
- συντάσσω * to compile, compose, indite
- υποτάσσω * to subject, bring under, subdue
-
 

* These verbs also have an passive form.

** Of «εξελίσσω» only the participle is used as an adjective, like in terms such as «ο εξελιγμένος λαός» - the developed nation, «η εξελιγμένη κοινωνία» - The progressive society and «τα περισσότερο εξελιγμένα είδη» - the more evolved species.

º The passive forms of these verbs have an irregular conjugation such as of «απαλλάσσομαι».

ºº The passive forms of these verbs also have an irregular conjugation such as of «εκπλήττομαι, εκπλήσσομαι».

Tenses - Moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present εισπράττομαι εισπραττόμαστε
εισπράττεσαι εισπράττεστε, εισπραττόσαστε
εισπράττεται εισπράττονται
Imperfect εισπραττόμουν(α) εισπραττόμαστε, εισπραττόμασταν
εισπραττόσουν (α) εισπραττόσαστε, εισπραττόσασταν
εισπραττόταν(ε) εισπράττονταν, εισπραττόντανε, εισπραττόντουσαν
Aorist εισπράχθηκα εισπραχθήκαμε
εισπράχθηκες εισπραχθήκατε
εισπράχθηκε εισπράχθηκαν, εισπραχθήκαν(ε)
Perfect έχω εισπραχθεί,
είμαι εισπραγμένος, -η
έχουμε εισπραχθεί,
είμαστε εισπραγμένοι, -ες
έχεις εισπραχθεί,
είσαι εισπραγμένος, -η
έχετε εισπραχθεί,
είστε εισπραγμένοι, -ες
έχει εισπραχθεί,
είναι εισπραγμένος, -η, -ο
έχουν εισπραχθεί,
είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα εισπραχθεί,
ήμουν εισπραγμένος, -η
είχαμε εισπραχθεί,
ήμαστε εισπραγμένοι, -ες
είχες εισπραχθεί,
ήσουν εισπραγμένος, -η
είχατε εισπραχθεί,
ήσαστε εισπραγμένοι, -ες
είχε εισπραχθεί,
ήταν εισπραγμένος, -η, -ο
είχαν εισπραχθεί,
ήταν εισπραγμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα εισπράττομαι θα εισπραττόμαστε
θα εισπράττεσαι θα εισπράττεστε, θα εισπραττόσαστε
θα εισπράττεται θα εισπράττονται
Future (simple) θα εισπραχθώ θα εισπραχθούμε
θα εισπραχθείς θα εισπραχθείς
θα εισπραχθεί θα εισπραχθούν(ε)
Future perfect θα έχω εισπραχθεί,
θα είμαι εισπραγμένος, -η
θα έχουμε εισπραχθεί,
θα είμαστε εισπραγμένοι, -ες
θα έχεις εισπραχθεί,
θα είσαι εισπραγμένος, -η
θα έχετε εισπραχθεί,
θα είστε εισπραγμένοι, -ες
θα έχει εισπραχθεί
θα είναι εισπραγμένος, -η, -ο
θα έχουν εισπραχθεί,
θα είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Present να εισπράττομαι να εισπραττόμαστε
να εισπράττεσαι να εισπράττεστε, να εισπραττόσαστε
να εισπράττεται να εισπράττονται
Aorist να εισπραχθώ να εισπραχθούμε
να εισπραχθείς να εισπραχθείτε
να εισπραχθεί να εισπραχθούν(ε)
Perfect να έχω εισπραχθεί,
να είμαι εισπραγμένος, -η
να έχουμε εισπραχθεί,
να είμαστε εισπραγμένοι, -ες
να έχεις εισπραχθεί,
να είσαι εισπραγμένος, -η
να έχετε εισπραχθεί,
να είστε εισπραγμένοι, -ες
να έχει εισπραχθεί,
να είναι εισπραγμένος, -η, -ο
να έχουν εισπραχθεί,
να είναι εισπραγμένοι, -ες, -α
Imperative
Present -- εισπράττεστε
Aorist εισπράξου εισπραχθείτε
Participle
Present
Perfect εισπραγμένος, -η, -ο εισπραγμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist εισπραχθεί

Examples with «εισπράττομαι»:

ελληνικά αγγλικά
Ήταν τις πληρωμές τόκων που εισπράττονται από τον δικαιούχο.. Het waren de rentebetalingen die de begunstigde ontving..
Δεν εισπράττεται εισφορά αν είναι μικρότερη από εκατό κιλά. Er wordt geen heffing geïnd als het minder is dan honderd kilo.
Τα προϊόντα αυτά τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία χωρίς να έχει εισπραχθεί ΦΠΑ. Deze producten worden in de handel gebracht zonder btw af te dragen.
Verbs with the same conjugation as «εισπράττομαι»:
- αναπτύσσομαι * to develope, grow
- ανασυντάσσομαι * to regroup, rally
- αντιτάσσομαι * to oppose
- διακηρύσσομαι * to proclaim
- διαταράσσομαι * to disrupt, derange, unsettle
- διατάσσομαι * to be announced, to declare
- διαφυλάσσομαι * to conserve, maintain
- εντάσσομαι * integreren, invoegen
- εξελίσσομαι ** to develop, evolve
- επικηρύσσομαι * to work oneself to death
- κηρύσσομαι * aangekondigd worden, uitspreken, verklaren
- προτάσσομαι * to precede, to place in front
- προφυλάσσομαι * to protect oneself
- συμπτύσσομαι * to shorten, abbreviate
- συντάσσομαι * to juxtapose, construct
- υποτάσσομαι * to defer to
-
 

* These verbs also have active forms.

** The verb «εξελίσσομαι» has the active form «εξελίσσω», of which only the participle as an adjective is used (see above quote)