| Tijden - wijzen | Actieve Vorm | |
|---|---|---|
| Aantonende wijs | Enkelvoud | Meervoud |
| Onvoltooid tegenwoordige tijd | εισπράττω | εισπράττουμε, εισπράττομε |
| εισπράττεις | εισπράττετε | |
| εισπράττει | εισπράττουν(ε) | |
| Onvoltooid verleden tijd | εισέπραττα | εισπράτταμε |
| εισέπραττες | εισπράττατε | |
| εισέπραττε | εισέπρατταν, εισπράτταν(ε) | |
| Aoristus | εισέπραξα | εισπράξαμε |
| εισέπραξες | εισπράξατε | |
| εισέπραξε | εισέπραξαν, εισπράξαν(ε) | |
| Voltooid tegenwoordige tijd | έχω εισπράξει, έχω εισπραγμένο | έχουμε εισπράξει, έχουμε εισπραγμένο |
| έχεις εισπράξει, έχεις εισπραγμένο | έχετε εισπράξει, έχετε εισπραγμένο | |
| έχει εισπράξει, έχει εισπραγμένο | έχουν εισπράξει, έχουν εισπραγμένο | |
| Voltooid verleden tijd | είχα εισπράξει, είχα εισπραγμένο | είχαμε εισπράξει, είχαμε εισπραγμένο |
| είχες εισπράξει, είχες εισπραγμένο | είχατε εισπράξει, είχατε εισπραγμένο | |
| είχε εισπράξει, είχε εισπραγμένο | είχαν εισπράξει, είχαν εισπραγμένο | |
| Toekomende tijd (1) | θα εισπράττω | θα εισπράττουμε, θα εισπράττομε |
| θα εισπράττεις | θα εισπράττετε | |
| θα εισπράττει | θα εισπράττουν(ε) | |
| Toekomende tijd (2) | θα εισπράξω | θα εισπράξουμε, θα εισπράξομε |
| θα εισπράξεις | θα εισπράξει | |
| θα εισπράξει | θα εισπράξουν(ε) | |
| Voltooid toekomende tijd | θα έχω εισπράξει, θα έχω εισπραγμένο | θα έχουμε εισπράξει, θα έχουμε εισπραγμένο |
| θα έχεις εισπράξει, θα έχεις εισπραγμένο | θα έχετε εισπράξει θα έχετε εισπραγμένο | |
| θα έχει εισπράξει, θα έχει εισπραγμένο | θα έχουν εισπράξει, θα έχουν εισπραγμένο | |
| Aanvoegende wijs | ||
| Onvoltooid tegenwoordige tijd | να εισπράττω | να εισπράττουμε, να εισπράττομε |
| να εισπράττεις | να εισπράττετε | |
| να εισπράττει | να εισπράττουν(ε) | |
| Aoristus | να εισπράξω | να εισπράξουμε, να εισπράξομε |
| να εισπράξεις | να εισπράξετε | |
| να εισπράξει | να εισπράξουν(ε) | |
| Voltooid tegenwoordige tijd | να έχω εισπράξει, να έχω εισπραγμένο | να έχουμε εισπράξει, να έχουμε εισπραγμένο |
| να έχεις εισπράξει, να έχεις εισπραγμένο | να έχετε εισπράξει, να έχετε εισπραγμένο | |
| να έχει εισπράξει, να έχει εισπραγμένο | να έχουν εισπράξει, να έχουν εισπραγμένο | |
| Gebiedende wijs | ||
| Tegenwoordige tijd | είσπραττε | είσπραξε |
| Aoristus | είσπραξε | εισπράξτε, εισπράξετε |
| Deelwoord | ||
| Tegenwoordige tijd | εισπράττοντας | |
| Voltooid tegenwoordige tijd | έχοντας εισπράξει, έχοντας εισπραγμένο | |
| Onbepaalde wijs | ||
| Aoristus | εισπράξει | |
Enkele voorbeelden met «εισπράττω»:
| ελληνικά | ολλανδικά |
|---|---|
| Εισπράττουν ποσοστό, από οποιονδήποτε με χρήματα. | Zij ontvangen een percentage van iedereen met geld. |
| Έχει ήδη εισπράξει πολλά συγχαρητήρια! | Zij/Hij heeft reeds vele gelukwensen in ontvangst genomen. |
| Δεν μπορεί να εισπράξει ποσό παροχών χαμηλότερο από το ελάχιστο. | Men kan geen uitkering ontvangen onder het minimum. |
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «εισπράττω»:
| - αναπτύσσω * | ontwikkelen, ontplooien |
| - ανασυντάσσω * | reorganiseren |
| - ανταλάσσω *º | wisselen, verwisselen |
| - αντιτάσσω * | tegenstellen, tegen in gaan |
| - απαλλάσσω *º | vrijspreken, bevrijden |
| - διακηρύσσω * | verkondigen, uitroepen |
| - διατάσσω * | bevelen, bestellen |
| - διαφυλάσσω * | bewaren |
| - εκπλήττω *ºº | verrassen |
| - εντάσσω * | ergens inpassen, klasseren |
| - εξελίσσω ** | ontwikkelen |
| - επικηρύσσω * | de wet overtreden |
| - καταπλήσσω *ºº | verbazen, verwonderen |
| - κηρύσσω * | preken, aankondigen |
| - πλήττω *ºº | treffen, toeslaan |
| - πράττω | doen, handelen |
| - προτάσσω * | vooraanplaatsen |
| - προφύλασσω * | beschermen, schuilen |
| - συμπράττω | samenwerken, meewerken |
| - συμπτύσσω * | samenvatten, verkorten |
| - συντάσσω * | formuleren, opschrijven |
| - υποτάσσω * | onderwerpen, achterstellen |
De met * aangemerkte werkwoorden hebben ook een passieve vorm.
** van «εξελίσσω» wordt alleen het voltooid deelwoord als bijvoegelijk naamwoord regelmatig gebruikt in termen als «ο εξελιγμένος λαός» - het ontwikkelde volk, «η εξελιγμένη κοινωνία» - de vooruitstrevende samenleving en «τα περισσότερο εξελιγμένα είδη» - de meer geëvolueerde soorten.
º De passieve vorm van deze werkwoorden hebben een onregelmatige vervoeging zoals bij «απαλλάσσομαι».
ºº De passieve vorm van deze werkwoorden hebben ook een onregelmatige vervoeging zoals bij «εκπλήττομαι, εκπλήσσομαι».


