Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present διατάσσω (διατάζω) διατάσσουμε, διατάσσομε
διατάσσεις διατάσσετε
διατάσσει διατάσσουν(ε)
Imperfect διέτασσα διατάσσαμε
διέτασσες διατάσσατε
διέτασσε διέτασσαν, διατάσσαν(ε)
Aorist διέταξα διατάξαμε
διέταξες διατάξατε
διέταξε διέταξαν, διατάξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω διατάξει έχουμε διατάξει
έχεις διατάξει έχετε διατάξει
έχει διατάξει έχουν διατάξει
Perfect είχα διατάξει είχαμε διατάξει
είχες διατάξει είχατε διατάξει
είχε διατάξει είχαν διατάξει
Future (continuous) θα διατάσσω θα διατάσσουμε, να διατάσσομε
θα διατάσσεις θα διατάσσετε
θα διατάσσει θα διατάσσουν(ε)
Future (simple) θα διατάξω θα διατάξουμε, να διατάξομε
θα διατάξεις θα διατάξετε
θα διατάξει θα διατάξουν (ε)
Future perfect θα έχω διατάξει θα έχουμε διατάξει
θα έχεις διατάξει θα έχετε διατάξει
θα έχει διατάξει θα έχουν διατάξει
Subjunctive mood
Present να διατάσσω να διατάσσουμε, να διατάσσομε
να διατάσσεις να διατάσσετε
να διατάσσει να διατάσσουν(ε)
Aorist να διατάξω να διατάξουμε, να διατάξομε
να διατάξεις να διατάξετε
να διατάξει να διατάξουν(ε)
Perfect να έχω διατάξει να έχουμε διατάξει
να έχεις διατάξει να έχετε διατάξει
να έχει διατάξει να έχουν διατάξει
Imperative
Present διέτασσε διατάσσετε
Aorist διέταξε διατάξτε, διατάξετε
Present διατάσσοντας
Perfect έχοντας διατάξει
Infinitive
Aorist διατάξει

Exampes with «διατάσσω»:

ελληνικά αγγλικά
Αποφασίζω και διατάσσω να δώσω στο παιδί ένα άλλο όνομα. I decide and order to give the child another name.
Προσπαθω να διατάξει τα έπιπλα αλλιώς. I try to position the furniture otherwise.
Η κυβέρνηση διέταξε αυτόν τον κανόνα. The government ordered this rule.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «διατάσσω»:
- αναπτύσσω * to develop, deploy, evolve
- ανασυντάσσω * to rally, regroup, redeploy
- ανταλάσσω *º wisselen, verwisselen
- αντιτάσσω * to pit, oppose
- απαλλάσσω *º to acquit, absolve, release
- διακηρύσσω * to declare, blazon abroad
- διαταράσσω * to perturb, unsettle
- διαφυλάσσω * to preserve
- εισπράττω * to collect, gather
- εκπλήττω *ºº to astonish, surprise
- εντάσσω * to fit in, file
- εξελίσσω ** develope
- επικηρύσσω * to outlaw
- καταπλήσσω *ºº to amaze, astound
- κηρύσσω * to preach, announce
- πλήττω *ºº to bludgeon, strike
- πράττω to do, manage
- προτάσσω * to prefix
- προφύλασσω * to protect, shelter
- συμπράττω cooperate
- συμπτύσσω * to limit, shorten, tuck
- συντάσσω * to compile, compose, indite
- υποτάσσω * to subject, bring under, subdue
-
 

* These verbs also have an passive form.

** Of «εξελίσσω» only the participle is used as an adjective, like in terms such as «ο εξελιγμένος λαός» - the developed nation, «η εξελιγμένη κοινωνία» - The progressive society and «τα περισσότερο εξελιγμένα είδη» - the more evolved species.

º The passive forms of these verbs have an irregular conjugation such as of «απαλλάσσομαι».

ºº The passive forms of these verbs also have an irregular conjugation such as of «εκπλήττομαι, εκπλήσσομαι».

Tenses - Moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present διατάσσομαι διατασσόμαστε
διατάσσεσαι διατάσσεστε, διατασσόσαστε
διατάσσεται διατάσσονται
Imperfect διατασσόμουν(α) διατασσόμαστε, διατασσόμασταν
διατασσόσουν (α) διατασσόσαστε, διατασσόσασταν
διατασσόταν (ε) διατάσσονταν, διατασσόντανε, διατασσόντουσαν
Aorist διατάχθηκα, διατάχτηκα διαταχθήκαμε, διαταχτήκαμε
διατάχθηκες, διατάχτηκες διαταχθήκατε, διαταχτήκατε
διατάχθηκαν, διαταχθήκαν(ε) διατάχτηκαν, διαταχτήκαν(ε)
Perfect έχω διαταχθεί, έχω διαταχθεί έχουμε διαταχθεί, έχουμεδιαταχθεί
έχεις διαταχθεί, έχεις διαταχθεί έχετε διαταχθεί, έχετε διαταχθεί
έχει διαταχθεί, έχει διαταχθεί έχουν διαταχθεί, έχουν διαταχθεί
Pluperfect είχα διαταχθεί, είχα διαταχθεί είχαμε διαταχθεί, είχαμε διαταχθεί
είχες διαταχθεί, είχες διαταχθεί είχατε διαταχθεί, είχατε διαταχθεί
είχε διαταχθεί, είχε διαταχθεί είχαν διαταχθεί, είχαν διαταχθεί
Future (continuous) θα διατάσσομαι θα διατασσόμαστε
θα διατάσσεσαι θα διατάσσεστε, θα διατασσόσαστε
θα διατάσσεται θα διατάσσονται
Future (simple) θα διαταχθώ, θα διαταχτώ θα διαταχθούμε, θα διαταχτούμε
θα διαταχθείς, θα διαταχτείς θα διαταχθείτε, θα διαταχτείτε
θα διαταχθεί, θα διαταχτεί θα διαταχθούν(ε), θα διαταχτούν(ε)
Future perfect θα έχω διαταχθεί, θα διαταχθεί θα έχουμε διαταχθεί, θα διαταχθεί
θα έχεις διαταχθεί, θα διαταχθεί θα έχετε διαταχθεί, θα διαταχθεί
θα έχει διαταχθεί, θα διαταχθεί θα έχουν διαταχθεί, θα διαταχθεί
Subjunctive mood
Present να διατάσσομαι να διατασσόμαστε
να διατάσσεσαι να διατάσσεστε, να διατασσόσαστε
να διατάσσεται να διατάσσονται
Aorist να διαταχθώ, να διαταχτώ να διαταχθούμε, να διαταχτούμε
να διαταχθείς, να διαταχτείς να διαταχθείτε, να διαταχτείτε
να διαταχθεί, να διαταχτεί να διαταχθούν(ε), να διαταχτούν(ε)
Perfect να έχω διαταχθεί, να έχω διαταχθεί να έχουμε διαταχθεί, να έχουμε διαταχθεί
να έχεις διαταχθεί, να έχεις διαταχθεί να έχετε διαταχθεί, να έχετε διαταχθεί
να έχει διαταχθεί, να έχει διαταχθεί να έχουν διαταχθεί, να έχουν διαταχθεί
Imperative
Present -- διατάσσεστε
Aorist διατάξου διαταχθείτε, διαταχτείτε
Participle
Present διατασσόμενος
Perfect διαταγμένος, -η, -ο διαταγμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist διαταχθεί, διαταχθεί

Examples with «διατάσσομαι»:

ελληνικά αγγλικά
Η κράτηση διατάχθηκαν εγγράφως. The detention was ordered in writing.
Διατάσσεται προσωρινή κράτηση. Provisional custody is made.
Διατάχθηκα να δώσω τη διεύθυνση του σπιτιού μου. I was ordered to give the address of my house.
Verbs with the same conjugation as «διατάσσομαι»:
- αναπτύσσομαι * to develope, grow
- ανασυντάσσομαι * to regroup, rally
- αντιτάσσομαι * to oppose
- διακηρύσσομαι * to proclaim
- διαταράσσομαι * to disrupt, derange, unsettle
- διαφυλάσσομαι * to conserve, maintain
- εισπράττομαι * to cash, collect, levy
- εντάσσομαι * integrate, insert
- εξελίσσομαι ** to develop, evolve
- επικηρύσσομαι * to work oneself to death
- κηρύσσομαι * aangekondigd worden, uitspreken, verklaren
- προτάσσομαι * to precede, to place in front
- προφυλάσσομαι * to protect oneself
- συμπτύσσομαι * to shorten, abbreviate
- συντάσσομαι * to juxtapose, construct
- υποτάσσομαι * to defer to
-
 

* These verbs also have active forms.

** The verb «εξελίσσομαι» has the active form «εξελίσσω», of which only the participle as an adjective is used (see above quote)