Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present αναπαριστάνω αναπαριστάνουμε, αναπαριστάνομε
αναπαριστάνεις αναπαριστάνετε
αναπαριστάνει αναπαριστάνουν(ε)
Imperfect αναπαρέστανα αναπαριστάναμε
αναπαρέστανες αναπαριστάνατε
αναπαρέστανε ναπαρέσταναν, αναπαριστάναν(ε)
Aorist (simple past) αναπαρέστησα αναπαραστάσαμε
αναπαρέστησες αναπαραστάσατε
αναπαρέστησε αναπαρέστησαν, αναπαραστάσαν(ε)
Perfect έχω αναπαραστάσει έχουμε αναπαραστάσει
έχεις αναπαραστάσει έχετε αναπαραστάσει
έχει αναπαραστάσει έχουν αναπαραστάσει
Pluperfect είχα αναπαραστάσει είχαμε αναπαραστάσει
είχες αναπαραστάσει είχατε αναπαραστάσει
είχε αναπαραστάσει είχαν αναπαραστάσει
Future (continuous) θα αναπαριστάνω θα αναπαριστάνουμε, θα αναπαριστάνομε
θα αναπαριστάνεις θα αναπαριστάνετε
θα αναπαριστάνει θα αναπαριστάνουν(ε)
Future (simple) θα αναπαραστάσω θα αναπαραστάσουμε, θα αναπαραστάσομε
θα αναπαραστάσεις θα αναπαραστάσετε
θα αναπαραστάσει θα αναπαραστάσουν(ε)
Future Perfect θα έχω αναπαραστάσει θα έχουμε αναπαραστάσει
θα έχεις αναπαραστάσει θα έχετε αναπαραστάσει
θα έχει αναπαραστάσει θα έχουν αναπαραστάσει
Subjunctive mood
Present να αναπαριστάνω να αναπαριστάνουμε, να αναπαριστάνομε
να αναπαριστάνεις να αναπαριστάνετε
να αναπαριστάνει να αναπαριστάνουν(ε)
Aorist να αναπαραστάσω να αναπαραστάσουμε, να αναπαραστάσομε
να αναπαραστάσεις να αναπαραστάσετε
να αναπαραστάσει να αναπαραστάσουν(ε)
Perfect να έχω αναπαραστάσει να έχουμε αναπαραστάσει
να έχεις αναπαραστάσει να έχετε αναπαραστάσει
να έχει αναπαραστάσει να έχουν αναπαραστάσει
Imperative mood
Present αναπαρέστανε αναπαριστάνετε
Aorist αναπαρέστησε αναπαραστάστε
Participle
Present αναπαριστάνοντας
Present έχοντας αναπαραστάσει
Infinitive
Aorist αναπαραστάσει
Examples with «αναπαριστάνω»:
ελληνικά αγγικά
. .
. .
. .
. .

Verbs with the same conjugation as «αναπαριστάνω»

αμαρτάνω * to sin
αυξάνω to increase, put up, raise, go up
παριστάνω to represent, act, play
προσαυξάνω to increase further

* these verbs don't have a passive voice

* «αναπαριστάνω» has another verb form viz. «αναπαριστώ», with an active and a passive voice and an irregular conjugation like in «εγκαθιστώ»

Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present αναπαριστάνομαι αναπαριστανόμαστε
αναπαριστάνεσαι αναπαριστάνεστε
αναπαριστάνεται αναπαριστάνονται
Imperfect αναπαριστανόμουν(α) αναπαριστανόμαστε
αναπαριστανόσουν(α) αναπαριστανόσαστε
αναπαριστανόταν(ε) αναπαριστάνονταν
Aorist (simple past) αναπαραστάθηκα αναπαρασταθήκαμε
αναπαραστάθηκες αναπαρασταθήκατε
αναπαραστάθηκε αναπαραστάθηκαν, αναπαρασταθήκαν(ε)
Perfect έχω αναπαρασταθεί έχουμε αναπαρασταθεί
έχεις αναπαρασταθεί έχετε αναπαρασταθεί
έχει αναπαρασταθεί έχουν αναπαρασταθεί
Pluperfect είχα αναπαρασταθεί είχαμε αναπαρασταθεί
είχες αναπαρασταθεί είχατε αναπαρασταθεί
είχε αναπαρασταθεί είχαν αναπαρασταθεί
Future (continuous) θα αναπαριστάνω θα αναπαριστανόμαστε
θα αναπαριστάνεσαι θα αναπαριστάνεστε, θα αναπαριστανόσαστε
θα αναπαριστάνεται θα αναπαριστάνονται
Future (simple) θα αναπαρασταθώ θα αναπαρασταθούμε
θα αναπαρασταθείς θα αναπαρασταθείτε
θα αναπαρασταθεί θα αναπαρασταθούν(ε)
Future Perfect θα έχω αναπαρασταθεί θα έχουμε αναπαρασταθεί
θα έχεις αναπαρασταθεί θα έχετε αναπαρασταθεί
θα έχει αναπαρασταθεί θα έχουν αναπαρασταθεί
Subjunctive mood
Present να αναπαριστάνομαι να αναπαριστανόμαστε
να αναπαριστάνεσαι να αναπαριστάνεστε, να αναπαριστανόσαστε
να αναπαριστάνεται να αναπαριστάνονται
Aorist να αναπαρασταθώ να αναπαρασταθούμε
να αναπαρασταθείς να αναπαρασταθείτε
να αναπαρασταθεί να αναπαρασταθούν(ε)
Perfect να έχω αναπαρασταθεί να έχουμε αναπαρασταθεί
να έχεις αναπαρασταθεί να έχετε αναπαρασταθεί
να έχει αναπαρασταθεί να έχουν αναπαρασταθεί
Imperative mood
Present -- αναπαρασταθείτε
Aorist αναπαραστάσου αναπαρασταθείτε
Participle
Present αναπαριστανόμενος
Perfect αναπαραστημένος, -η, -ο αναπαραστημένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist αναπαρασταθεί
Enkele voorbeelden met «αναπαριστάνομαι»:
ελληνικά αγγικά
. .
. .
. .
. .

Verbs with the same conjugation as «αναπαριστάνομαι»

παριστάνομαι to be depicted, be represented
-- --