| Present | 
        εγκαθίσταμαι | 
        εγκαθιστάμεθα | 
        | εγκαθίστασαι | 
        εγκαθίστασθε | 
        | εγκαθίσταται | 
        εγκαθίσταται | 
| Imperfect | 
        -- | 
        -- | 
        | -- | 
        -- | 
        | εγκαθίστατο | 
        εγκαθίσταντο | 
| Aorist (simple past) | 
        εγκαταστάθηκα | 
        εγκατασταθήκαμε  | 
        | εγκαταστάθηκες | 
        εγκατασταθήκατε | 
        | εγκαταστάθηκε | 
        εγκαταστάθηκαν, εγκατασταθήκαν(ε) | 
| Perfect | 
        έχω εγκατασταθεί, είμαι εγκατεστημένος, -η | 
        έχουμε εγκατασταθεί, είμαστε εγκατεστημένοι, -ες | 
        έχεις εγκατασταθεί, είσαι εγκατεστημένος, -η | 
        έχετε εγκατασταθεί, είστε εγκατεστημένοι, -ες | 
        έχει εγκατασταθεί, είναι εγκατεστημένος, -η, -ο | 
        έχουν εγκατασταθεί, είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α | 
| Plusperfect | 
        είχα εγκατασταθεί, ήμουν εγκατεστημένος, -η | 
        είχαμε εγκατασταθεί, ήμαστε εγκατεστημένοι, -ες | 
        είχες εγκατασταθεί, ήσουν εγκατεστημένος, -η | 
        είχατε εγκατασταθεί, ήσαστε εγκατεστημένοι, -ες | 
        είχε εγκατασταθεί, ήταν εγκατεστημένος, -η, -ο | 
        είχαν εγκατασταθεί, ήταν εγκατεστημένοι, -ες, -α | 
 
| Future (continuous) | 
        θα εγκαθίσταμαι | 
        θα εγκαθιστάμεθα | 
        | θα εγκαθίστασαι | 
        θα εγκαθίστασθε | 
        | θα εγκαθίσταται | 
        θα εγκαθίστανται | 
| Future (simple) | 
        θα εγκατασταθώ | 
        θα εγκατασταθούμε | 
        | θα εγκατασταθείς | 
        θα εγκατασταθείτε | 
        | θα εγκατασταθεί | 
        θα εγκατασταθούν(ε) | 
| Future Pertfect | 
        θα έχω εγκατασταθεί, θα είμαι εγκατεστημένος, -η | 
        θα έχουμε εγκατασταθεί, θα είμαστε εγκατεστημένοι, -ες | 
        θα έχεις εγκατασταθεί, θα είσαι εγκατεστημένος, -η | 
        θα έχετε εγκατασταθεί, θα είστε εγκατεστημένοι, -ες | 
        θα έχει εγκατασταθεί, θα είναι εγκατεστημένος, -η, -ο | 
        θα έχουν εγκατασταθεί, θα είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α | 
| Subjunctive Mood | 
         | 
| Onvoltooid tegenwoordige tijd | 
        να εγκαθίσταμαι | 
        να εγκαθιστάμεθα | 
        | να εγκαθίστασαι | 
        να εγκαθίστασθε | 
        | να εγκαθίσταται | 
        να εγκαθίστανται | 
| Aorist | 
        να εγκατασταθώ | 
        να εγκατασταθούμε | 
        | να εγκατασταθείς | 
        να εγκατασταθείτε | 
        | να εγκατασταθεί | 
        να εγκατασταθούν(ε) | 
| Perfect | 
        να έχω εγκατασταθεί, να είμαι εγκατεστημένος, -η | 
        να έχουμε εγκατασταθεί, να είμαστε εγκατεστημένοι, -ες | 
        να έχεις εγκατασταθεί, να είσαι εγκατεστημένος, -η | 
        να έχετε εγκατασταθεί, να είστε εγκατεστημένοι, -ες | 
        να έχει εγκατασταθεί, να είναι εγκατεστημένος, -η, -ο | 
        να έχουν εγκατασταθεί, να είναι εγκατεστημένοι, -ες, -α | 
| Imperative Mood | 
         | 
| Present | 
        -- | 
        εγκαθιστάσθε | 
| Aorist | 
        εγκαταστήσου | 
        εγκατασταθείτε | 
| Participle | 
         | 
| Present | 
        -- | 
| Prefect | 
        εγκατεστημένος, -η, -ο | 
        εγκατεστημένοι, -ες, -α | 
        | Infinitive | 
         | 
| Aorist | 
        εγκατασταθεί |