Tenses - moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present εγγυώμαι εγγυόμαστε, εγγυώμεθα
εγγυάσαι εγγυάστε, εγγυάσθε
εγγυάται εγγυώνται
Imperfect εγγυόμουν(α) εγγυόμαστε
εγγυόσουν(α) εγγυόσαστε
εγγυόταν(ε) εγγυόνταν(ε)
Aorist (simple past) εγγυήθηκα εγγυηθήκαμε
εγγυήθηκες εγγυηθήκατε
εγγυήθηκε εγγυήθηκαν, εγγυηθήκανε
Perfect έχω εγγυηθεί έχουμε εγγυηθεί
έχεις εγγυηθεί έχετε εγγυηθεί
έχει εγγυηθεί έχουν εγγυηθεί
Pluperfect είχα εγγυηθεί είχαμε εγγυηθεί
είχες εγγυηθεί είχατε εγγυηθεί
είχε εγγυηθεί είχαν εγγυηθεί
Future (continuous) θα εγγυώμαι θα εγγυόμαστε, θα εγγυώμεθα
θα εγγυάσαι θα εγγυάστε, θα εγγυάσθε
θα εγγυάται θα εγγυώνται
Future (simple) θα εγγυηθώ θα εγγυηθούμε
θα εγγυηθείς θα εγγυηθείτε
θα εγγυηθεί θα εγγυηθούν(ε)
Future Perfect θα έχω εγγυηθεί θα έχουμε εγγυηθεί
θα έχεις εγγυηθεί θα έχετε εγγυηθείί
θα έχει εγγυηθεί θα έχουν εγγυηθεί
Subjunctive Mood
Present να εγγυώμαι να εγγυόμαστε, να εγγυώμεθα
να εγγυάσαι να εγγυάστε, να εγγυάσθε
να εγγυάται να εγγυώνται
Aorist να εγγυηθώ να εγγυηθούμε
να εγγυηθείς να εγγυηθείτε
να εγγυηθεί να εγγυηθούν(ε)
Perfect να έχω εγγυηθεί να έχουμε εγγυηθεί
να έχεις εγγυηθεί να έχετε εγγυηθεί
να έχει εγγυηθεί να έχουν εγγυηθεί
Imperative Mood
Present -- εγγυάστε, εγγυάσθε
Aorist εγγυήσου εγγυηθείτε
Participle
Present εγγυώμενος
Perfect εγγυημένος, -η, -ο εγγυημένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist εγγυηθεί
Examples with «εγγυώμαι»:
ελληνικά αγγλικά
Aν ζητήσω δάνειο από την τράπεζα, θα εγγυηθείς για μένα; If you ask for a loan from the bank, will vouch for me?
Εγγυώμαι για την εμπρόθεσμη εξόφληση των δόσεων. I guarantee for the timely pay-off of installments.
H φίρμα και μόνο του πωλητή εγγυάται την ποιότητα του προϊόντος. The firm and only the seller guarantees the quality of the product.
Zήτησαν από τις HΠA να εγγυηθούν για την ασφαλή μεταφορά των ομήρων. They demand from the USA to ensure the safe transfer of the hostages.
Verbs with the same conjugation as «εγγυώμαι»:
- ανακτώμαι to regain
- αποπλανώμαι to be misled, seduce
- διερευνώμαι to prospect, explore
- επικολλώμαι to stick, adhere
- επιτιμώμαι to be reprimanded
- ερωτώμαι to be asked
- ηττώμαι * to be defeated
- κατaνικώμαι to be beaten, to be vanquished
- προσαρτώμαι to add, enclose, attach
- προσδοκώμαι to hope for, await, expect
- προσκολλώμαι * to adhere, apply/obtrude oneself
- τιμώμαι to be honoured

* These passive verbs don't have active forms.