UA-52687881-1 Learning English - Modern Greek
Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present γεύομαι γευόμαστε
γεύεσαι γεύεστε, γευόσαστε
γεύεσαι γεύονται
Imperfect γευόμουν(α) γευόμαστε, γευόμασταν
γευόσουν(α) γευόσαστε, γευόσασταν
γευόταν(ε) γεύονταν, γευόντανε, γευόντουσαν
Aorist (simple past) γεύτηκα γευτήκαμε
γεύτηκες γευτήκατε
γεύτηκε γεύτηκαν, γευτήκαν(ε)
Perfect έχω γευτεί έχουμε γευτεί
έχεις γευτεί έχετε γευτεί
έχει γευτεί έχουν γευτεί
Pluperfect είχα γευτεί είχαμε γευτεί
είχες γευτεί είχατε γευτεί
είχε γευτεί είχαν γευτεί
Toekomende tijd (1) θα γεύομαι θα γευόμαστε
θα γεύεσαι θα γεύεστε, θα γευόσαστε
θα γεύεται θα γεύονται
Future (simple) θα γευτώ θα γευτούμε
θα γευτείς θα γευτείτε
θα γευτούν θα γευτούν(ε)
Future Perfect θα έχω γευτεί θα έχουμε γευτεί
θα έχεις γευτεί θα έχετε γευτεί
θα έχει γευτεί θα έχουν γευτεί
Subjunctive mood
Present να γεύομαι να γευόμαστε
να γεύεσαι να γεύεστε, να γευόσαστε
να γεύεται να γεύονται
Aorist να γευτώ να γευτούμε
να γευτείς να γευτείτε
να γευτεί να γευτούν(ε)
Perfect να έχω γευτεί να έχουμε γευτεί
να έχεις γευτεί να έχετε γευτεί
να έχει γευτεί να έχουν γευτεί
Imperative mood
Present -- γεύεστε
Aorist γέψου γευτείτε
Participle
Present
Perfect
Infinitive
Aorist γευτεί
Examples with «γεύομαι»
ελληνικά αγγλικά
Γεύομαι λίγη κανέλα στα ζυμαρικά. I taste a little cinnamon in the pasta .
Αυτά τα προϊόντα γεύτηκαν κατά την επίσκεψή τους. They tasted those products during their visit.
Έχουμε γευτεί πολλές πικρές απογοητεύσεις. We experienced many bitter disapointments.
Πότε θα γευτούμε το κρασί. When will we taste the wine.
Γεύτηκε πολλά φαρμάκια στη ζωή της. She swallowed a lot of medicines in het life
Δε γεύτηκες ακόμα τις χαρές της ζωής You didn't experience the pleasures of life yet.
Verbs with the same conjugation as «γεύομαι» :
- αγγαρεύομαι * to force somebody
- αγριεύομαι * to be afraid
- αναδεύομαι * to stir
- ανακατεύομαι * to butt in, meddle
- αστειεύομαι to chaff, jape, joke
- βατεύομαι * to cover an animal
- βολεύομαι * to be comfortable
- γιατρεύομαι * to cure
- δασκαλεύομαι * to give lessons to, instruct
- διαφεντεύομαι * to protect, manage
- δουλεύομαι * to work
- δυσκολεύομαι * to hinder, harass, impede
- ερωτεύομαι to fall in love
- εχθρεύομαι to hate
- ζεύομαι * to leash, partner, shackle
- καταξοδεύομαι * lavish spend money
- κλαδεύομαι * to hack, chop
- λατρεύομαι * to worship; adore
- λογικεύομαι to argue, ddiscourse
- μαγειρεύομαι * to cook, prepare
- μαγεύομαι * to hex, bewitch
- μαζεύομαι * to gather, cluster
- μαθεύομαι * to become known
- μηχανεύομαι to concoct, contrive
- μπερδεύομαι * to tangle
- ξοδεύομαι * to consume, spend
- ονειρεύομαι to dream
- παγιδεύομαι * to ensnare
- παντρεύομαι * to wed
- περιμαζεύομαι * to collect, scrape
- προστατεύομαι * to protect, safeguard
- ρεζιλεύομαι * to lose face
- ρεύομαι to burp, belch
- συμβουλεύομαι * to consult
- συμμαζεύομαι * to cringe, cower
- συνοδεύομαι * to accompany, chaperon
- φυτεύομαι * to dibble, plant
- χαϊδεύομαι * to caress, fondle
- χωνεύομαι * to digest
- ψαρεύομαι * to fish

* active forms exist as well.

  • «πιστεύεται» means one believes or one has the opinion (the active verb is «πιστεύω» - to believe)
  • «χορεύεται» means dancing (the active verb is «χορεύω» - to dance)