Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present γαρνίρω γαρνίρουμε, γαρνίρομε
γαρνίρεις γαρνίρετε
γαρνίρει γαρνίρουν
Imperfect γαρνίριζα, γάρνιρα γαρνίραμε
γαρνίριζες, γάρνιρες γαρνίρατε
γαρνίριζε, γάρνιρε γαρνίριζαν, γαρνίραν(ε)
Aorist γαρνίρισα γαρνίραμε
γαρνίρισες γαρνίρατε
γαρνίρισε γαρνίρισαν, γαρνίραν(ε)
Perfect έχω γαρνίρει, έχω γαρνιρισμένο έχουμε γαρνίρει, έχουμε γαρνιρισμένο
έχεις γαρνίρει, έχεις γαρνιρισμένο έχετε γαρνίρει, έχετε γαρνιρισμένο
έχει γαρνίρει, έχει γαρνιρισμένο έχουν γαρνίρει, έχουν γαρνιρισμένο
Pluperfect είχα γαρνίρει, είχα γαρνιρισμένο είχαμε γαρνίρει, είχαμε γαρνιρισμένο
είχες γαρνίρει, είχες γαρνιρισμένο είχατε γαρνίρει, είχατε γαρνιρισμένο
είχε γαρνίρει, είχε γαρνιρισμένο είχαν γαρνίρει, είχαν γαρνιρισμένο
Futurte (continuous) θα γαρνίρω θα γαρνίρουμε, θα γαρνίρομε
θα γαρνίρεις θα γαρνίρετε
θα γαρνίρει θα γαρνίρουν(ε)
Future (simple) θα γαρνίρω θα γαρνίρουμε, θα γαρνίρομε
θα γαρνίρεις θα γαρνίρετε
θα γαρνίρει θα γαρνίρουν(ε)
Future perfect θα έχω γαρνίρει,
θα έχω γαρνιρισμένο
θα έχουμε γαρνίρει,
θα έχουμε γαρνιρισμένο
θα έχεις γαρνίρει,
θα έχεις γαρνιρισμένο
θα έχετε γαρνίρει,
θα έχετε γαρνιρισμένο
θα έχει γαρνίρει,
θα έχει γαρνιρισμένο
θα έχουν γαρνίρει,
θα έχουν γαρνιρισμένο(ε)
Subjunctive mood
Present να γαρνίρω να γαρνίρουμε, να γαρνίρομε
να γαρνίρεις να γαρνίρετε
να γαρνίρει να γαρνίρουν
Aorist να γαρνίρω να να γαρνίρουμε, να γαρνίρομε
να γαρνίρεις να γαρνίρετε
να γαρνίρει να γαρνίρουν(ε)
Perfect να έχω γαρνίρει,
να έχω γαρνιρισμένο
να έχουμε γαρνίρει,
να έχουμε γαρνιρισμένο
να έχεις γαρνίρει,
να έχεις γαρνιρισμένο
να έχετε γαρνίρει,
να έχετε γαρνιρισμένο
να έχει γαρνίρει,
να έχει γαρνιρισμένο
να έχουν γαρνίρει,
να έχουν γαρνιρισμένο
Imperative mood
Present γάρνιρε, γαρνίριζε γαρνίρετε
Aorist γάρνιρε, γαρνίρισε γαρνίρετε
Participle
Present γαρνίροντας
Perfect έχοντας γαρνίρει, έχοντας γαρνιρισμένο
Infinitive
Aorist γαρνίρει
Examples with «γαρνίρω»:
ελληνικά αγγλικά
Μπορούμε να τη γαρνίρουμε με λίγο τυρί. We can garnish it with some cheese.
Γαρνίρετε με σπανάκι! Garnish it with spinach!
Γαρνίροντάςτου με μια τόσο δύσκολη ψεύτικη σάλτσα έμεινε πιστή στις αρχές του. By garnishing it with a difficult fake sauce, he remained true to his principles.
Δεν νομίζω οτι ξέρω πως το γαρνίρω. I do not think I know how to garnish it.
Verbs with the same conjugation as «γαρνίρω»:
- σερβίρω * to serve
Tenses - Moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present γαρνίρομαι γαρνιριζόμαστε
γαρνίρεσαι γαρνίρεστε, γαρνιριζόσαστε
γαρνίρεται γαρνίρονται
Imperfect γαρνιριζόμουν(α) γαρνιριζόμαστε, γαρνιριζόμασταν
γαρνιριζόσουν(α) γαρνιριζόσαστε, γαρνιριζόσασταν
γαρνιριζόταν(ε γαρνίρονταν, γαρνιριζόντανε, γαρνιριζόντουσαν
Aorist γαρνιρίστηκα γαρνιριστήκαμε
γαρνιρίστηκες γαρνιριστήκατε
γαρνιριστήκατε γαρνιρίστηκαν, γαρνιριστήκαν
Perfect έχω γαρνιριστεί,
είμαι γαρνιρισμένος, -η
έχουμε γαρνιριστεί,
είμαστε γαρνιρισμένοι, -ες
έχεις γαρνιριστεί,
είσαι γαρνιρισμένος, -η
έχετε γαρνιριστεί,
είστε γαρνιρισμένοι, -ες
έχει γαρνιριστεί,
είναι γαρνιρισμένος, -η, -ο
έχουν γαρνιριστεί,
είναι γαρνιρισμένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα γαρνιριστεί,
ήμουν γαρνιρισμένος, -η
είχαμε γαρνιριστεί,
ήμαστε γαρνιρισμένοι, -ες
είχες γαρνιριστεί,
ήσουν γαρνιρισμένος, -η
είχατε γαρνιριστεί,
ήσαστε γαρνιρισμένοι, -ες
είχε γαρνιριστεί,
ήταν γαρνιρισμένος, -η, -ο
είχαν γαρνιριστεί,
ήταν γαρνιρισμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα γαρνίρομαι θα γαρνιριζόμαστε
θα γαρνίρεσαι θα γαρνίρεσαι, θα γαρνιριζόσαστε
θα γαρνίρεται θα γαρνίρεται
Future (simple) θα γαρνιριστώ θα γαρνιριστούμε
θα απαντηθείς θα γαρνιριστείτε
θα γαρνιριστεί θα γαρνιριστούν(ε)
Future perfect θα έχω γαρνιριστεί,
θα είμαι γαρνιρισμένος, -η
θα έχουμε γαρνιριστεί,
θα είμαστε γαρνιρισμένοι,-ες
θα έχεις γαρνιριστεί,
θα είσαι γαρνιρισμένος, -η
θα έχετε γαρνιριστεί,
θα είστε γαρνιρισμένοι, -ες
θα έχει γαρνιριστεί,
θα είναι γαρνιρισμένος, -η, -ο
θα έχουν γαρνιριστεί,
θα είναι γαρνιρισμένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Present να γαρνίρομαι να γαρνιριζόμαστε
να γαρνίρεσαι να γαρνίρεστε, να γαρνιριζόσαστε
να γαρνίρεται να γαρνίρεται
Aorist να γαρνιριστώ να γαρνιριστούμε
να γαρνιριστείς να γαρνιριστείτε
να γαρνιριστεί να γαρνιριστούν(ε)
Perfect να έχω γαρνιριστεί,
να είμαι γαρνιρισμένος, -η
να έχουμε γαρνιριστεί,
να είμαστε γαρνιρισμένοι,-ες
να έχεις γαρνιριστεί,
να είσαι γαρνιρισμένος, -η
να έχετε γαρνιριστεί,
να είστε γαρνιρισμένοι, -η
να έχει γαρνιριστεί,
να είναι γαρνιρισμένος, -η, -ο
να έχουν γαρνιριστεί,
να είναι γαρνιρισμένοι, -ες, -α
Imperative mood
Present -- γαρνίρεστε
Aorist (γαρνιρίσου) γαρνιριστείτε
Participle
Present
Perfect γαρνιρισμένος, -η, -ο γαρνιρισμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist γαρνιριστεί
Examples with «γαρνίρομαι»:
ελληνικά αγγλικά
Η ορατή επιφάνεια του κέικ είναι γαρνιρισμένη με γλυκό βούτυρο. The visible surface of the cake is topped with sweet butter.
Η Pizza Napoletana γαρνίρεται ως εξής: The Pizza Napoletana is garnished as follows.
Το πρώτο λάθος είναι που γαρνίρεται με μοσχοκάρυδο. The first mistake is that it is topped with nutmeg.
Είναι πατάτες, που γαρνίρονται ως διακοσμητικά μισοφέγγαρα. They are potatoes, garnished as decorative half moons.

Verbs with the same conjugation as «γαρνίρομαι»

- σερβίρομαι * to serve
* Some of the forms of this verb have two different conjugations, both in the active as in the passive voices. In the active voice the Imperfect is involved, viz.: «σερβίριζα» and «σέρβιρα», in the Aorist «σέρβιρα» and «σερβίρισα» and in the passive voice only the Present tense, viz «σερβίρομαι» and «σερβιρίζομαι». These are combinations of verbs in the first conjugation group A with the stem on -ζ- and the stem on -ιρ-. Look at the stem for the explanation.