Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present φρεσκάρω φρεσκάρουμε, φρεσκάρομε
φρεσκάρεις φρεσκάρετε
φρεσκάρει φρεσκάρουν(ε)
Imperfect φρέσκαρα, φρεσκάριζα φρεσκάραμε
φρέσκαρες, φρεσκάριζες φρεσκάρατε
φρέσκαρε, φρεσκάριζε φρέσκαραν, φρεσκάραν(ε), φρεσκάριζαν
Aorist φρέσκαρα, φρεσκάρισα φρεσκάραμε
φρέσκαρες, φρεσκάρισες φρεσκάρατε
φρεσκάρατε φρέσκαραν, φρεσκάραν(ε), φρεσκάρισαν
Perfect έχω φρεσκάρει, έχω φρεσκαρισμένο έχουμε φρεσκάρει, έχουμε φρεσκαρισμένο
έχεις φρεσκάρει, έχεις φρεσκαρισμένο έχετε φρεσκάρει, έχετε φρεσκαρισμένο
έχει φρεσκάρει, έχει φρεσκαρισμένο έχουν φρεσκάρει, έχουν φρεσκαρισμένο
Pluperfect είχα φρεσκάρει, είχα φρεσκαρισμένο είχαμε φρεσκάρει, είχαμε φρεσκαρισμένο
είχες φρεσκάρει, είχες φρεσκαρισμένο είχατε φρεσκάρει, είχατε φρεσκαρισμένο
είχε φρεσκάρει, είχε φρεσκαρισμένο είχαν φρεσκάρει, είχαν φρεσκαρισμένο
Future (continuous) θα φρεσκάρω θα φρεσκάρουμε, θα φρεσκάρομε
θα φρεσκάρεις θα φρεσκάρετε
θα φρεσκάρει θα φρεσκάρουν(ε)
Future (simple) θα φρεσκάρω θα φρεσκάρουμε, θα φρεσκάρομε
θα φρεσκάρεις θα φρεσκάρετε
θα φρεσκάρει θα φρεσκάρουν(ε)
Future perfect θα έχω φρεσκάρει,
θα έχω φρεσκαρισμένο
θα έχουμε φρεσκάρει,
θα έχουμε φρεσκαρισμένο
θα έχεις φρεσκάρει,
θα έχεις φρεσκαρισμένο
θα έχετε αμπαλάρει,
θα έχετε φρεσκαρισμένο
θα έχει φρεσκάρει,
θα έχει φρεσκαρισμένο
θα έχουν φρεσκάρει,
θα έχουν φρεσκαρισμένο(ε)
Subjunctive mood
Present να φρεσκάρω να φρεσκάρουμε, να φρεσκάρομε
να φρεσκάρεις να φρεσκάρετε
να φρεσκάρει να φρεσκάρουν(ε)
Aorist να φρεσκάρω να φρεσκάρουμε, να φρεσκάρομε
να φρεσκάρεις να φρεσκάρετε
να φρεσκάρει να φρεσκάρουν(ε)
Present να έχω φρεσκάρει,
να έχω φρεσκαρισμένο
να έχουμε φρεσκάρει,
να έχουμε φρεσκαρισμένο
να έχεις φρεσκάρει,
να έχεις φρεσκαρισμένο
να έχετε φρεσκάρει,
να έχετε φρεσκαρισμένο
να έχει φρεσκάρει,
να έχει φρεσκαρισμένο
να έχουν φρεσκάρει,
να έχουν φρεσκαρισμένο
Imperative mood
Present φρεσκάρε, φρεσκάριζε φρεσκάρετε
Aorist φρεσκάρε, φρεσκάρισε φρεσκάρετε
Participle
Present φρεσκάροντας
Perfect έχοντας φρεσκάρει, έχοντας φρεσκαρισμένο
Infinitive
Aorist φρεσκάρει
Examples with «φρεσκάρω»:
ελληνικά αγγλικά
Να σου φρεσκάρω τη μνήμη. Let me refresh my memory.
Επαναλαμβάνω την ιστορία, για να φρεσκάρουμε τη μνήμη μας. I repeat the story to refresh our memory.
Λοιπόν τότε ίσως είναι ώρα να φρεσκάρεις τη σχέση σου μαζί της. Well, maybe it's time to refresh your relationship with her.
Βάλε λίγη πούδρα και φρεσκάρσε το πρόσωπό σου. Put some powder on and make your face fresh.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «φρεσκάρω»:

- αγαντάρω to endure, withstand, hold
- βολτάρω to go for a walk, for a drive
- γουστάρω to like, love
- κλατάρω to burst, give way
- κορνάρω to hoot
- κορτάρω to be interested in, to flirt with
- παρκάρω to park
- προβάρω to try on
- σοκάρω * to shock
- σοτάρω * to saturate
- σουτάρω to shoot
- τρατάρω to offer, give
- τρενάρω to drag out, delay
- φιλτράρω * to filter

* These abovementioned active verbs have also passive voices.

Tenses - Moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present φρεσκάρομαι φρεσκαριζόμαστε
φρεσκάρεσαι φρεσκάρεστε, φρεσκαριζόσαστε
φρεσκάρεται φρεσκάρονται
Imperfect φρεσκαριζόμουν(α) φρεσκαριζόμαστε, φρεσκαριζόμασταν
φρεσκαριζόσουν(α) φρεσκαριζόσαστε, φρεσκαριζόσασταν
φρεσκαριζόταν(ε φρεσκάρονταν, φρεσκαριζόντανε, φρεσκαριζόντουσαν
Aorist φρεσκαρίστηκα φρεσκαριστήκαμε
φρεσκαρίστηκες φρεσκαριστήκατε
φρεσκαρίστηκε φρεσκαριστήκαν(ε)
Perfect έχω φρεσκαριστεί,
είμαι φρεσκαρισμένος, -η
έχουμε φρεσκαριστεί,
είμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
έχεις φρεσκαριστεί,
είσαι φρεσκαρισμένος, -η
έχετε φρεσκαριστεί,
είστε φρεσκαρισμένοι, -ες
έχει φρεσκαριστεί,
είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
έχουν φρεσκαριστεί,
είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα φρεσκαριστεί,
ήμουν φρεσκαρισμένος, -η
είχαμε φρεσκαριστεί,
ήμαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
είχες φρεσκαριστεί,
ήσουν φρεσκαρισμένος, -η
είχατε φρεσκαριστεί,
ήσαστε φρεσκαρισμένοι, -ες
είχε φρεσκαριστεί,
ήταν φρεσκαρισμένος, -η, -ο
είχαν φρεσκαριστεί,
ήταν φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα φρεσκάρομαι θα φρεσκαριζόμαστε
θα φρεσκάρεσαι θα φρεσκάρεστε, θα φρεσκαριζόσαστε
θα φρεσκάρεται θα φρεσκάρονται
Future (simple) θα φρεσκαριστώ θα φρεσκαριστούμε
θα φρεσκαριστείς θα φρεσκαριστείτε
θα φρεσκαριστεί θα φρεσκαριστούν(ε)
Future perfect θα έχω φρεσκαριστεί,
θα είμαι φρεσκαρισμένος, -η
θα έχουμε φρεσκαριστεί,
θα είμαστε φρεσκαρισμένοι,-ες
θα έχεις φρεσκαριστεί,
θα είσαι φρεσκαρισμένος, -η
θα έχετε φρεσκαριστεί,
θα είστε φρεσκαρισμένοι, -ες
θα έχει φρεσκαριστεί,
θα είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
θα έχουν φρεσκαριστεί,
θα είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Present να φρεσκάρομαι να φρεσκαριζόμαστε
να φρεσκάρεσαι να φρεσκάρεστε, να αμπαλαριζόσαστε
να φρεσκάρεται να φρεσκάρονται
Aorist να φρεσκαριστώ να φρεσκαριστούμε
να φρεσκαριστείς να φρεσκαριστείτε
να φρεσκαριστεί να φρεσκαριστούν(ε)
Perfect να έχω φρεσκαριστεί,
να είμαι φρεσκαρισμένος, -η
να έχουμε φρεσκαριστεί,
να είμαστε φρεσκαρισμένοι,-ες
να έχεις φρεσκαριστεί,
να είσαι φρεσκαρισμένος, -η
να έχετε φρεσκαριστεί,
να είστε φρεσκαρισμένοι, -η
να έχει φρεσκαριστεί,
να είναι φρεσκαρισμένος, -η, -ο
να έχουν φρεσκαριστεί,
να είναι φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Imperative mood
Present -- φρεσκάρεστε
Aorist φρεσκαρίσου φρεσκαριστείτε
Deelwoord
Present
Perfect φρεσκαρισμένος, -η, -ο φρεσκαρισμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist φρεσκαριστεί
Examples with «φρεσκάρομαι»:
ελληνικά αγγλικά
Γιατί δεν φρεσκάρεσαι λίγο. Why do not you refresh yourself a little.
Φρεσκάρομαι λίγο. I refresh myself a bit.
Μισό λεπτό να φρεσκαριστώ κι έρχομαι. One moment to freshen up, and I'm coming.
Το πρωτότυπο κείμενο έχει φρεσκαριστεί με επίκαιρες νύξεις. The original text has been refreshed with updated comments.

Verbs with the same conjugation as «φρεσκάρομαι»:

- αμπαλάρομαι to be packed, be wrapped up
- κριτικάρομαι to be criticized
- μποτιλιάρομαι to be bottled
- ραφινάρομαι to be refined
- σοκάρομαι to be shocked
- σοτάρομαι to be saturated
- φιλτράρomai to be filtered
-

All abovementioned passive verbs have also active voices