Tenses - moods | Active voice | |
---|---|---|
Indicative mood | Singular | Plural |
Present | αποκλείω | αποκλείουμε, αποκλείομε |
αποκλείεις | αποκλείετε | |
αποκλείει | αποκλείουνν(ε) | |
Imperfect | απέκλεια | αποκλείαμε |
απέκλειες | αποκλείατε | |
απέκλειε | απέκλειαν, αποκλείαν(ε) | |
Aorist (simple past) | απέκλεισα, απόκλεισα | απαντήσαμε |
απέκλεισες, απόκλεισες | απαντήσατε | |
απέκλεισε, απόκλεισε | απέκλεισαν, αποκλείσαν(ε) | |
Perfect | έχω αποκλείσει, έχω αποκλεισμένο | έχουμε αποκλείσει, έχουμε αποκλεισμένο |
έχεις αποκλείσει, έχεις αποκλεισμένο | έχετε αποκλείσει, έχετε αποκλεισμένο | |
έχει αποκλείσει, έχει αποκλεισμένο | έχουν αποκλείσει, έχουν αποκλεισμένο | |
Pluperfect | είχα αποκλείσει, είχα αποκλεισμένο | είχαμε αποκλείσει, είχαμε αποκλεισμένο |
είχες αποκλείσει, είχες αποκλεισμένο | είχατε αποκλείσει, είχατε αποκλεισμένο | |
είχε αποκλείσει, είχε αποκλεισμένο | είχαν αποκλείσει, είχαν αποκλεισμένο | |
Future (continuous) | θα αποκλείω | θα αποκλείουμε, θα αποκλείομε |
θα αποκλείεις | θα αποκλείετε | |
θα αποκλείει | θα αποκλείουν(ε) | |
Future (simple) | θα αποκλείσω | θα αποκλείσουμε, θα αποκλείσομε |
θα αποκλείσεις | θα αποκλείσετε | |
θα αποκλείσει | θα αποκλείσουν(ε) | |
Future Perfect | θα έχω αποκλείσει, θα έχω αποκλεισμένο |
θα έχουμε αποκλείσει, θα έχουμε αποκλεισμένο |
θα έχεις αποκλείσει, θα έχεις αποκλεισμένο |
θα έχετε αποκλείσει, θα έχετε αποκλεισμένο |
|
θα έχει αποκλείσει, θα έχει αποκλεισμένο |
θα έχουν αποκλείσει, θα έχουν αποκλεισμένο(ε) |
|
Subjunctive mood | ||
Present | να αποκλείω | να αποκλείουμε, να αποκλείομε ε |
να αποκλείεις | να αποκλείετε | |
να αποκλείει | να αποκλείουν(ε) | |
Aorist | να αποκλείσω | να αποκλείσουμε, να αποκλείσομε |
να αποκλείσεις | να αποκλείσετε | |
να αποκλείσει | θα αποκλείσουν(ε) | |
Perfect | να έχω αποκλείσει, να έχω αποκλεισμένο |
να έχουμε αποκλείσει, να έχουμε αποκλεισμένο |
να έχεις αποκλείσει, να έχεις αποκλεισμένο |
να έχετε αποκλείσει, να έχετε αποκλεισμένο |
|
να έχει αποκλείσει, να έχει αποκλεισμένο |
να έχουν αποκλείσει, να έχουν αποκλεισμένο |
|
Imperative mood | ||
Present | απόκλειε | αποκλείετε |
Aorist | απόκλεισε | αποκλείσετε, αποκλείστε |
Participle | ||
Present | αποκλείοντας | |
Perfect | έχοντας αποκλείσει, έχοντας αποκλεισμένο | |
Infinitive | ||
Aorist | αποκλείσει |
Examples with «αποκλείω»:
ελληνικά | αγγικά |
---|---|
Aπέκλεισαν με το στόλο τους τα εχθρικά λιμάνια. | They blocked with their fleet enemy ports out.. |
H επιτροπή απέκλεισε από το διαγωνισμό όσους δεν είχαν τα απαραίτητα προσόντα. | The Committee was precluded from the competition because they didn't had the necessary qualifications. |
Απέκλεισα την πιθανότητα να βρέξει. | I excluded the possibility of rain. |
Το αποτέλεσμα του αγώνα απόκλεισε την ομάδα από το κύπελλο. | The result of the match excluded the team from the cup. |
Η βροχή τους απόκλεισε δυο ώρες. | The rain detained them two hours. |
Verbs with the same conjugation as «αποκλείω»
- αποκρούω | to fend, repel |
- κρούω | to strike, knock on, ring bell |
- προσκρούω * | to collide |
- σείω ** | to shake, shock |
Above active voices also have passive voices, except *«προσκρούω».
** This regular verb has both, active and passive, irreguluar voices on «σείω»