Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present γράφω γράφουμε, γράφομε
γράφεις γράφετε
γράφει γράφουν(ε)
Imperfect έγραφα γράφαμε
έγραφες γράφατε
έγραφε έγραφαν, γράφαν(ε)
Aorist (simple past) έγραψα γράψαμε
έγραψες γράψατε
έγραψε έγραψαν, γράψαν(ε)
Perfect έχω γράψει,
έχω γραμμένο
έχουμε γράψει,
έχουμε γραμμένο
έχεις γράψει,
έχεις γραμμένο
έχετε γράψει,
έχετε γραμμένο
έχει γράψει,
έχει γραμμένο
έχουν γράψει,
έχουν γραμμένο
Pluperfect είχα γράψει,
είχα γραμμένο
είχαμε γράψει,
είχαμε γραμμένο
είχες γράψει,
είχες γραμμένο
είχατε γράψει,
είχατε γραμμένο
είχε γράψει,
είχε γραμμένο
είχαν γράψει,
είχαν γραμμένο
Future (continuous) θα γράφω θα γράφουμε, θαγράφομε
θα γράφεις θα γράφετε
θα γράφει θα γράφουν(ε)
Future (simple) θα γράψω θα γράψουμε, θα γράψομε
θα γράψεις θα γράψετε
θα γράψει θα γράψουν
Future Perfect θα έχω γράψει,
θα έχω γραμμένο
θα έχουμε γράψει,
θα έχουμε γραμμένο
θα έχεις γράψει,
θα έχεις γραμμένο
θα έχετε γράψει,
θα έχετε γραμμένο
θα έχει γράψει,
θα έχει γραμμένο
θα έχουν γράψει,
θα έχουν γραμμένο
Subjunctive Mood
Present να γράφω να γράφουμε, να γράφομε
να γράφεις να γράφετε
να γράφει να γράφουν(ε)
Aorist να γράψω να γράψουμε, να γράψομε
να γράψεις να γράψετε
να γράψει να γράψουν(ε)
Perfect να έχω γράψει,
να έχω γραμμένο
να έχουμε γράψει,
να έχουμε γραμμένο
να έχεις γράψει,
να έχεις γραμμένο
να έχετε γράψει,
να έχετε γραμμένο
να έχει γράψει,
να έχει γραμμένο
να έχουν γράψει,
να έχουν γραμμένο
Imperative Mood
Present γράφε γράφετε
Aorist γράψε γράψτε, γράφτε
Participle
Present γράφοντας
Perfect έχοντας γράψει, έχοντας γραμμένο
Infinitive
Aorist γράψει

Examples with «γράφω»:

ελληνικά αγγλικά
Θα γράψω ένα γράμμα στην φίλη μου. I'm going to write a letter to my girlfriend.
Μικρή Πόπη μαθαίνει να γράφει. Little Poppy learns how to write
Πώς την γράφουμε αυτή τη λέξη; How do we write that word?
Διαβάζω, αλλά δε μπορώ να γράψω πολύ καλά. I can read, but I do not spell very well.
Mπορείς να διαβάσεις τι είναι γραμμένο; Can you read what has been written?
Δεν ξέρει ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. He/she can neither write nor read.
Aπό τότε που έφυγε, μου έγραψε μόνο μια φορά. Since he left, he wrote me only once.
Έχει γράψει θαυμάσια τραγούδια. He wrote (composed) fantastic songs.
Verbs with the same conjugation as: «γράφω»
- αλείφω * to suffuse, anoint, smear
- αναγράφω to enter, record
- αντιγράφω * to copy, duplicate, transcribe
- βάφω * to paint, color, stain
- γνέφω to beckon
- διαγράφω * to write off, cancel, cross off
- εγγράφω * to matriculate, record, enroll
- επιστρέφω * to return, get back
- κατατρέφω * to ruin, destroy
- μεταγράφω * to transliterate, transcribe
- ξεβάφω * to discolor, fade
- περιγράφω * to describe, delineate, depict
- περιστρέφων * to rotate
- προσυπογράφω to countersign
- προγράφω * to blacklist, procribe, outlaw
- στέφω * to crown
- στρέφω * to jibe, obvert, swivel
- συγγράφω * to write
- υπογράφω * to sign, subscribe, undersign
-
* These verbs ave passive forms
Tenses - moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present γράφομαι γραφόμαστε
γράφεσαι γράφεστε, γραφόσαστε
γράφεται γράφονται
Imperfect γραφόμουν(α) γραφόμαστε, γραφόμασταν
γραφόσουν(α) γραφόσαστε, γραφόσασταν
γραφόταν(ε) γράφονταν, γραφόντανε,
γραφόντουσαν
Aorist (simple past) γράφτηκα, γράφηκα γραφτήκαμε, γραφήκαμε
γράφτηκες, γράφηκες γραφτήκατε, γραφήκατε
γράφτηκε, γράφηκε γράφτηκαν, γραφτήκαν(ε), γράφηκαν, γραφήκαν(ε)
Perfect έχω γραφτεί/γραφεί,
είμαι γραμμένος, -η
έχουμε γραφτεί/γραφεί,
είμαστε γραμμένοι, -ες
έχεις γραφτεί/γραφεί,
είσαι γραμμένος, -η
έχετε γραφτεί/γραφεί,
είστε γραμμένοι, -ες
έχει γραφτεί/γραφεί,
είναι γραμμένος, -η, -ο
έχουν γραφτεί/γραφεί,
είναι γραμμένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα γραφτεί/γραφεί,
ήμουν γραμμένος, -η
είχαμε γραφτεί/γραφεί,
ήμαστε γραμμένοι, -ες
είχες γραφτεί/γραφεί,
ήσουν γραμμένος, -η
είχατε γραφτεί/γραφεί,
ήσαστε γραμμένοι, -ες
είχε γραφτεί/γραφεί,
ήταν γραμμένος, -η, -ο
είχαν γραφτεί/γραφεί,
ήταν γραμμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα γράφομαι θα γραφόμαστε
θα γράφεσαι θα γράφεστε, θα γραφόσαστε
θα γράφεται θα γράφονται
Future (simple) θα γραφτώ, θα γραφώ θα γραφτούμε, θα γραφούμε
θα γραφτείς, θα γραφείς θα γραφτείτε, θα γραφείτε
θα γραφτεί, θα γραφεί θα γραφτούν(ε), θα γραφούν(ε)
Future Perfect θα έχω γραφτεί/γραφεί,
θα είμαι γραμμένος, -η
θα έχουμε γραφτεί/γραφεί,
θα είμαστε γραμμένοι, -ες
θα έχεις γραφτεί/γραφεί,
θα είσαι γραμμένος, -η
θα έχετε γραφτεί/γραφεί,
θα είστε γραμμένοι, -ες
θα έχετε γραφτεί/γραφεί,
θα είστε γραμμένοι, -ες
θα έχουν γραφτεί/γραφεί,
θα είναι γραμμένοι, -ες, -α
Subjunctive Mood
Onvoltooid tegenwoordige tijd να γράφομαι να γραφόμαστε
να γράφεσαι να γράφεστε, να γραφόσαστε
να γράφεται να γράφονται
Aorist να γραφτώ, να γραφώ να γραφτούμε, να γραφούμε
να γραφτείς, να γραφείς να γραφτείτε, να γραφείτε
να γραφτεί, να γραφεί να γραφτούν(ε), να γραφούν(ε)
Perfect να έχω γραφτεί/γραφεί,
να είμαι γραμμένος, -η
να έχουμε γραφτεί/γραφεί,
να είμαστε γραμμένοι, -ες
να έχεις γραφτεί/γραφεί,
να είσαι γραμμένος, -η
να έχετε γραφτεί/γραφεί,
να είστε γραμμένοι, -ες
να έχει γραφτεί/γραφεί,
να είναι γραμμένος, -η, -ο
να έχουν γραφτεί/γραφεί,
να είναι γραμμένοι, -ες, -α
Imperative Mood
Present -- γράφεστε
Aorist γράψου γραψτείτε, γραφείτε
Participle
Present γραφόμενος
Perfect γραμμένος, -η, -ο γραμμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist γραφτεί, γραφεί

Examples with «γράφομαι»:

ελληνικά αγγλικά
Tο βιβλίο αυτό γράφτηκε πρώτα στα αγγλικά. That book was first written in English.
Γράφτηκε σε μια εποχή από καιρό ξεχασμένη. It was written in a period of a lost time.
Είναι λίγα τα άρθρα που έχουν γραφτεί για την οικογένειά της. A few articles had been written about her family.
Πρέπει να γραφτείς σ'αυτή την ιστοσελίδα. You have to subscribe for this website.
Γράφτηκε στη λέσχη σκακιστών. She joined the chessclub.
Verbs with the same conjugation as «γράφομαι»
- αναγράφομαι * to sign up, engrave
- αντιγράφομαι * to replicate
- βάφομαι * to make up (put on cosmetics)
- διαγράφομαι * to unsubscribe
- εγγράφομαι * to sign up, enroll, register
- μεταγράφομαι * to transfer
- περιγράφομαι * to circumscribe, delineate
- προσυπογράφομαι * to endorse
- συγγράφομαι * to wite (book)
- υπογράφομαι * to undersign, execute
* These verbs have active forms.