Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present ζω ζούμε
ζεις ζείτε
ζει ζούν(ε)
Imperfect ζούσα ζούσαμε
ζούσες ζούσατε
ζούσε ζούσαν(ε)
Aorist (simple past) έζησα ζήσαμε
έζησες ζήσατε
έζησε έζησαν, ζήσαν(ε)
Perfect έχω ζήσει έχουμε ζήσει
έχεις ζήσει έχετε ζήσει
έχει ζήσει έχουν ζήσει
Pluperfect είχα ζήσει είχαμε ζήσει
είχες ζήσει είχατε ζήσει
είχε ζήσει είχαν ζήσει
Future (continuous) θα ζω θα ζούμε
θα ζεις θα ζείτε
θα ζει θα ζούν(ε)
Future (simple) θα ζήσω θα ζήσουμε
θα ζήσεις θα ζήσετε
θα ζήσει θα ζήσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ζήσει θα έχουμε ζήσει
θα έχεις ζήσει θα έχετε ζήσει
θα έχει ζήσει θα έχουν ζήσει
Subjunctive Mood
Present να ζω να ζούμε
να ζεις ννα ζείτε
να ζει να ζούν(ε)
Aorist να ζήσω να ζήσουμε, να ζήσομε
να ζήσεις να ζήσετε
να ζήσει να ζήσουν(ε)
Perfect να έχω ζήσει να έχουμε ζήσει
να έχεις ζήσει να έχετε ζήσει
να έχει ζήσει να έχουν ζήσει
Imperative Mood
Present -- ζείτε
Aorist ζήσε ζήστε, ζήσετε
Participle
Present ζώντας
Perfect έχοντας ζήσει
Infinitive
Aorist ζήσει
A few examples of «ζω» (wishes):
ελληνικά αγγλικά
να ζήσεις! May you live long! / congratulations!
να ζήσετε (και να ευτυχήσετε)! Long may you live! (and happy!) / best wishes!
να μας ζήσουν! Thank God! / Thank Goodness!
να σου ζήσει! Congratulations! / Congrats!
«ζω» with the use of point of time:
ελληνικά αγγλικά
Έζησε στον περασμένο αιώνα. He/she lived in the last century.
Ένα άλογο ζει περίπου είκοσι χρόνια. A horse lives about twenty years
Tα πλατάνια μπορούν να ζήσουν ως τέσσερις χιλιάδες χρόνια. The plane trees can live until four thousand years.
«ζω» with the use of a location:
ελληνικά αγγλικά
Ήμουν έξι ετών και ζούσα στους δρόμους. I was six years old and lived in the street.
ζούν στις δυτικές ακτές της Ιρλανδίας. They live on the west coast of Ireland.
Ζούμε δύσκολους καιρούς στην Ευρώπη. We are going through difficult times in Europe.
«ζω» is used with the meaning of a certain way or manner:
ελληνικά αγγλικά
Zουν μέσα στη φτώχεια και στη μιζέρια. They live in poverty and misery.
Zει με μια πενιχρή σύνταξη. He lives on a meager pension.
Πες μου ότι έζησα μία καλή ζωή. Tell me that I lived a good life.
«ζω» is used with the meaning of living together:
ελληνικά αγγλικά
Zει με τον εραστή της. She lives with her lover.
Πήγε να ζήσει με τα παιδιά της. She went to live with her children.
Ξέρω μόνο πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. I just know I can not live without you.
«ζω» is used with the remembrance of someone:
ελληνικά αγγλικά
Έζησε μια ζωή ήρεμη και ευτυχισμένη. He/she lived a peaceful and happy life.
Μακάρι vα ζούσε ο πατέρας σου για vα το δει αυτό. Too bad that your father can not experience this.
Αν ζούσε όμως σίγουρα θα άνηκε στον σύλλογο τένις. If he were alive, he certainly was a member of the tennis club.
«ζω» is used with the meaning of the possibility to live:
ελληνικά αγγλικά
Πώς θα ζήσει την οικογένειά του, αν μείνει χωρίς δουλειά; How can his family survive if they remain without jobs?
Έπρεπε να εργαστεί σκληρά για να ζήσει τα παιδιά της. She had to work hard to support her children.
Πρέπει να ζούμε τώρα χωρίς σεβασμό και αξιοπρέπεια; Do we have to live now without respect and dignity?
«ζω» is used with expressions of experiences:
ελληνικά αγγλικά
Μπορώ να ζήσω μ'αυτό to διοικητικό σύστημα. I can live with this administrative system of.
Ζούμε σ'ένα ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο. We live in a rapidly changing world.
θα ζήσουν μια πραγματική ευρωπαϊκή τραγωδία. They will experience a true European tragedy.
«ζω» with observing something from a distance:
ελληνικά αγγλικά
Στην τηλεόραση έζησαν τη φρίκη του πολέμου. On TV they lived through the horrors of war.
Όχι απλώς κατανοούσε τα προβλήματά μας, αλλά τα ζούσε. He did not simply understand our problems, but he just sympathized.
Tους ρόλους που υποκρινόταν στη σκηνή τους ζούσε. The roles he/she depicted on stage, he/she lived through them.

Verbs with the same conjugation as «ζω»