Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present βροντώ βροντάμε, βροντούμε
βροντάς βροντάτε
βροντάει, βροντά βροντάν(ε), βροντούν(ε)
Imperfect βροντούσα, βρόνταγα βροντούσαμε, βροντάγαμε
βροντούσες, βρόνταγες βροντούσατε, βροντάγατε
βροντούσε, βρόνταγε βροντούσαν(ε), βρόνταγαν, βροντάγανε
Aorist (simple past) βρόντηξα βροντήξαμε
βρόντηξες βροντήξατε
βρόντηξε βρόντηξαν, βροντήξαν(ε)
Perfect έχω βροντήξει έχουμε βροντήξει
έχεις βροντήξει έχετε βροντήξει
έχει βροντήξει έχουν βροντήξει
Pluperfect είχα βροντήξει είχαμε βροντήξει
είχες βροντήξει είχατε βροντήξει
είχε βροντήξει είχαν βροντήξει
Future (continuous) θα βροντάω, θα βροντώ θα βροντάμε, θα βροντούμε
θα βροντάς θα βροντάτε
θα βροντάει, θα βροντά θα βροντάν(ε), θα βροντούν(ε)
Future (simple) θα βροντήξω θα βροντήξουμε, θα βροντήξομε
θα βροντήξεις θα βροντήξετε
θα βροντήξει θα βροντήξουν(ε)
Future Perfect θα έχω βροντήξει θα έχουμε βροντήξει
θα έχεις βροντήξει θα έχετε βροντήξει
θα έχει βροντήξει θα έχουν βροντήξει
Subjunctive Mood
Present να βροντάω, να βροντώ να βροντάμε, να βροντούμε
να βροντάς να βροντάτε
να βροντάει, να βροντά να βροντάν(ε), να βροντούν(ε)
Aorist να βροντήξω να βροντήξουμε, να βροντήξομε
να βροντήξεις να βροντήξετε
να βροντήξει να βροντήξουν(ε)
Perfect να έχω βροντήξει να έχουμε βροντήξει
να έχεις βροντήξει να έχετε βροντήξει
να έχει βροντήξει να έχουν βροντήξει
Imperative Mood
Present βρόντα, βρόνταγε βροντάτε
Aorist βρόντηξε, βρόντα βροντήξτε, βροντήχτε
Participle
Present βροντώντας
Perfect έχοντας βροντήξει
Infinitive
Aorist βροντήξει
Examples with «βροντώ»:
ελληνικά αγγλικά
Bροντάει θα βρέξει μάλλον There is thunder, it'll rain soon.
Mόλις το άκουσα, άστραψε και βρόντηξε. I heard it just about, it flashed and it thundered.
Δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει. It does not thunder, though no thunder, no rain.
Bρόντηξε οργισμένος την πόρτα. He banged wrathfully on the door.
Mη βροντάς τους τενεκέδες αυτές! Do not rattle with those cans!
Verbs with the same conjugation as «βροντώ»:
- βαστώ, -άω * to withstand, hold out
- βογκώ, -άω to moan, groan
- βουτάω, -ώ * to take, grab, dive, plunge
- ζουλώ, -άω * to compress, stub, press down
- ζουπώ, -άω * to squeeze
- ορμώ, -άω to rush towards/forwards
- πηδάω, -ώ * ° to jum, bound, have sex (vulg.)
- ρουφώ, -άω, * to suck
- σκουντώ, -άω * to joggle, nudge
- τραβώ, -άω * to pull off/over, tug, record images,
- φυσάω, -ώ to blow, waft, gust
- χιμάω, -ώ to rush, dart, dash, spurt
- χοροπηδώ, -άω to cavort, bunny hop, prance
 

* These active verbs have passive forms, conjugated as «τραβιέμαι»

° The active form of the verb «πηδάω» has also a second conjugation just as «βρονταώ»