Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present σωπαίνω σωπαίνουμε, σωπαίνομε
σωπαίνεις σωπαίνετε
σωπαίνει σωπαίνουν(ε)
Imperfect σώπαινα σωπαίναμε
σώπαινες σωπαίνατε
σώπαινε σώπαιναν, σωπαίναν(ε)
Aorist (simple past) σώπασα σωπάσαμε
σώπασες σωπάσατε
σώπασε σώπασαν, σωπάσαν(ε)
Perfect έχω σωπάσει έχουμε σωπάσει
έχεις σωπάσει έχετε σωπάσει
έχει σωπάσει έχουν σωπάσει
Pluperfect είχα σωπάσει είχαμε σωπάσει
είχες σωπάσει είχατε σωπάσει
είχε σωπάσει είχαν σωπάσει
Future (continuous) θα σωπαίνω θα σωπαίνουμε, θα σωπαίνομε
θα σωπαίνεις θα σωπαίνετε
θα σωπαίνει θα σωπαίνουν(ε)
Future (simple) θα σωπάσω θα σωπάσουμε, θα σωπάσομε
θα σωπάσεις θα σωπάσετε
θα σωπάσει θα σωπάσουν(ε)
Future Perfect θα έχω σωπάσει θα έχουμε σωπάσει
θα έχεις σωπάσει θα έχετε σωπάσει
θα έχει σωπάσει θα έχουν σωπάσει
Subjunctive Mood
Present να σωπαίνω να σωπαίνουμε, να σωπαίνομε
να σωπαίνεις να σωπαίνετε
να σωπαίνει να σωπαίνουν(ε)
Aorist να σωπάσω να σωπάσουμε, να σωπάσομε
να σωπάσεις να σωπάσετε
να σωπάσει να σωπάσουν(ε)
Perfect να έχω σωπάσει να έχουμε σωπάσει
να έχεις σωπάσει να έχετε σωπάσει
να έχει σωπάσει να έχουν σωπάσει
Imperative Mood
Present σώπαινε σωπαίνετε
Aorist σώπασε, σώπα σωπάστε
Participle
Present σωπαίνοντας
Perfect έχοντας σωπάσει
Infinitive
Aorist σωπάσει
Examples with «σωπαίνω»:
ελληνικά αγγλικά
Mόλις μπήκε ο δάσκαλος στην τάξη σώπασαν όλα τα παιδιά.. As soon as the teacher came in, all the children kept silent.
Σώπα, μην κλαις! Be quiet, don't cry!
Προσπαθώ τόσην ώρα να τον κάνω να σωπάσει. I tried him many times to shut up.
Όταν ξέρεις την αλήθεια, δεν πρέπει να σωπαίνεις πάλι. When you know the truth there's no need to keep silent anymore.
Τώρα η γη μου είναι καλά φυλαγμένη. Σωπάστε λοιπον! Now my terrene is carefully watched. So be quiet!
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας στην δική μου σιωπή; Let me now submerge myself also hushfully in my own silence?
Verbs with the same conjugation as «σωπαίνω»:
- αποσταίνω to be tired
- προφταίνω to have time, catch up with
- χορταίνω to be full, have enough, quench