Tenses - Moods |
Active voice |
Indicative Mood |
Singular |
Plural |
Present |
ισχύω |
ισχύουμε |
ισχύεις |
ισχύετε |
ισχύει |
ισχύουν(ε) |
Imperfect |
ίσχυα |
ισχύαμε |
ίσχυες |
ισχύατε |
ίσχυε |
ίσχυαν, ισχύαν(ε) |
Aorist |
ίσχυσα |
ισχύσαμε |
ίσχυσες |
ισχύσατε |
ίσχυσε |
ίσχυσαν, ισχύσαν(ε) |
Perfect |
έχω ισχύσει |
έχουμε ισχύσει |
έχεις ισχύσει |
έχετε ισχύσει |
έχει ισχύσει |
έχουν ισχύσει |
Pluperfect |
είχα ισχύσει |
είχαμε ισχύσει |
είχες ισχύσει |
είχατε ισχύσει |
είχε ισχύσει |
είχαν ισχύσει |
Future (continuous) |
θα ισχύω |
θα ισχύουμε, ισχύομε |
θα ισχύεις |
θα ισχύετε |
θα ισχύει |
θα ισχύουν(ε) |
Future (simple) |
θα ισχύσω |
θα ισχύσουμε, θα ισχύσομε |
θα ισχύσεις |
θα ισχύσετε |
θα ισχύσει |
θα ισχύσουν(ε) |
Future Perfect |
θα έχω ισχύσει |
θα έχουμε ισχύσειο |
θα έχεις ισχύσει |
θα έχετε ισχύσει |
θα έχει ισχύσει |
θα έχουν ισχύσει |
Subjunctive Mood |
|
Present |
να ισχύω |
να ισχύουμε, ισχύομε |
να ισχύεις |
να ισχύετε |
να ισχύει |
να ισχύουν(ε) |
Aorist |
να ισχύσω |
να ισχύσουμε, να ισχύσομε |
να ισχύσεις |
να ισχύσετε |
να ισχύσει |
να ισχύσουν(ε) |
Perfect |
να έχω ισχύσει |
να έχουμε ισχύσει |
να έχεις ισχύσει |
να έχετε ισχύσει |
να έχει ισχύσει |
να έχουν ισχύσει |
Imperative Mood |
|
Present |
ίσχυε |
ισχύετε |
Aorist |
ίσχυσε |
ισχύσετε, ισχύστε |
Participle |
|
Present |
ισχύοντας |
Perfect |
έχοντας ισχύσει |
Infinitive |
|
Aorist |
ισχύσει |
Examples with «ισχύω»:
ελληνικά |
αγγλικά |
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου. |
This Regulation shall enter into force on 1 January. |
Η ανανέωση ισχύει για απεριόριστο χρονικό διάστημα. |
The renewal is valid indefinitely. |
Οι σχετικοί κανόνες πρέπει να ισχύουν ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση. |
The relevant rules should apply uniformly throughout the Union. |
Η τιμή πώλησης, όπου αυτό ισχύει πρέπει να είναι σαφής. |
The selling price, where applicable, should be clear. |
Ό,τι ίσχυσε για την Ευρώπη πριν, ισχύει και για τις χώρες αυτές τώρα. |
Everything that applied for Europe before now also applies for these countries.. |
Verbs with the same conjugation a s«ισχύω»:
- αναλύω |
to analyze, research |
- ανασυνδέω |
to reconnect |
- απολύω |
to dismiss, send away, sack |
- αποσυνδέω |
to disconnect, decompose |
- αποτίω * |
to pay tribute |
- διαλύω |
to dissolve, disband, dilute |
- διαχέω |
to shed, give off |
- διεισδύω * |
to filter in, permeate, seep into |
- δύω * |
to go down |
- εκτίω |
to serve (punishment) |
- ελκύω |
to attract |
- επιλύω |
to resolve, solve |
- ιδρύω |
to found, establish, create |
- καταλύω |
to abolish catalyze, suspend |
- μηνύω |
to sue, bespeak |
- παρακωλύω |
to disturb get in the way, hinder |
- παραλύω * |
to paralyse, hamstring |
- προσελκύω |
to attrack, bewitch, draw in |
- συγχέω |
to confuse, becloud, jumble |
- συνδέω |
to connect, attach, join |
- ψυχαναλύω * |
to psychoanalyse |
- |
|
* These verb don't have passive voices: