Tenses - Moods |
Active voice |
Indicative Mood |
Singular |
Plural |
Present |
λεπταίνω |
λεπταίνουμε, λεπταίνομε |
λεπταίνεις |
λεπταίνετε |
λεπταίνει |
λεπταίνει(ε) |
Imperfect |
λέπταινα |
λεπταίναμε |
λέπταινες |
λεπταίνατε |
λέπταινε |
λέπταιναν, λεπταίναν(ε) |
Aorist (simple past) |
λέπτυνα |
λεπτύναμε |
λέπτυνες |
λεπτύνατε |
λέπτυνε |
λέπτυναν, λεπτύναν(ε) |
Perfect |
έχω λεπτύνει |
έχουμε λεπτύνει |
έχεις λεπτύνει |
έχετε λεπτύνει |
έχει λεπτύνει |
έχουν λεπτύνει |
Pluperfect |
είχα λεπτύνει |
είχαμε λεπτύνει |
είχες λεπτύνει |
είχατε λεπτύνει |
είχε λεπτύνει |
είχαν λεπτύνει |
Future (continuous) |
θα λεπταίνω |
θα λεπταίνουμε, θα λεπταίνομε |
θα λεπταίνεις |
θα λεπταίνετε |
θα λεπταίνει |
θα λεπταίνουν(ε) |
Future (simple) |
θα λεπτύνω |
θα λεπτύνουμε, θα λεπτύνομε |
θα λεπτύνεις |
θα λεπτύνετε |
θα λεπτύνει |
θα λεπτύνουν(ε) |
Future Perfect |
θα έχω λεπτύνει |
θα έχουμε λεπτύνει |
θα έχεις λεπτύνει |
θα έχετε λεπτύνει |
θα έχει λεπτύνει |
θα έχουν λεπτύνει |
Subjunctive Mood |
|
Present |
να λεπταίνω |
να λεπταίνουμε, να λεπταίνομε |
να λεπταίνεις |
να λεπταίνετε |
να λεπταίνει |
να λεπταίνουν(ε) |
Aorist |
να λεπτύνω |
να λεπτύνουμε, να λεπτύνομε |
να λεπτύνεις |
να λεπτύνετε |
να λεπτύνει |
να λεπτύνουν(ε) |
Perfect |
να έχω λεπτύνει |
να έχουμε λεπτύνει |
να έχεις λεπτύνει |
να έχετε λεπτύνει |
να έχει λεπτύνει |
να έχουν λεπτύνει |
Imperative Mood |
|
Present |
λέπταινε |
λεπταίνετε |
Aorist |
λέπτυνε |
λεπτύνετε |
Participle |
|
Present |
λεπταίνοντας |
Perfect |
έχοντας λεπτύνει |
Infinitive |
|
Aorist |
λεπτύνει |
Examples with «λεπταίνω»:
ελληνικά |
αγγλικά |
Λεπταίνει περισσότερο η γραμμή ανάμεσα σε ανθρώπους και χιμπατζήδες. |
The line between men en chimpanzees is getting thinner. |
Είναι καλύτερα να χάσεις λίπος και να λεπτύνεις. |
It´s better that you get rid of your fat and lose weight. |
Η απώλεια τρίχας κι η λεπταίνοντας τρίχα μπορούν να παρουσιαστούν σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. |
Hair loss and hair that's is getting thinner can occur with elder people. |
Για να λεπτύνεις το πρόσωπο σου πρέπει να απλώσεις το ρουζ σε και τα δύο μάγουλα. |
To refine your face you have to spread out the blush on both cheeks. |
Στην Γρoιλανδία ο πάγος στις άκρες έχει λεπτύνει με αποτέλεσμα να λιώσει μέσα στη θάλασσα. |
In Greenland the ice on the edges is getting thinner resulting in melting into the sea. |
Verbs with the same conjugation as «λεπταίνω»:
- αβγαταίνω * |
to enlarge, increase |
- ακριβαίνω |
to get more expensive |
- ασχημαίνω |
to grow ugly |
- βαθαίνω |
to get deeper, grow hollow |
- βαραίνω |
to burden, trouble, get deeper |
- μακραίνω |
to lengthen, grow, get longer |
- μικραίνω |
to shorten, get smaller |
- ομορφαίνω |
to make more beautiful |
- πληθαίνω |
to increase, multiply |
- σκληραίνω |
to harden, go hard |
- φαρδαίνω |
to widen |
- φτηναίνω |
to make/become cheaper |
- φτωχαίνω |
to become poor, impoverish |
- χοντραίνω |
to get fatter, make look fatter |
* «αβγατίzω» means the same as «αβγαταίνω»