meta name="keywords" content="modern greek on line, modern greek grammar, modern greek verb conjugation" />
Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present βαραίνω βαραίνουμε, βαραίνομε
βαραίνεις βαραίνετε
βαραίνει βαραίνει(ε)
Imperfect βάραινα βαραίναμε
βάραινες βαραίνατε
βάραινε βάραιναν, βαραίναν(ε)
Aorist βάρυνα βαρύναμε
λέπτυνες βαρύνατε
βάρυνε βάρυναν, βαρύναν(ε)
Perfect έχω βαρύνει έχουμε βαρύνει
έχεις βαρύνει έχετε βαρύνει
έχει βαρύνει έχουν βαρύνει
Pluperfect είχα βαρύνει είχαμε βαρύνει
είχες βαρύνει είχατε βαρύνει
είχε βαρύνει είχαν βαρύνει
Future (continuous) θα βαραίνω θα βαραίνουμε, θα βαραίνομε
θα βαραίνεις θα βαραίνετε
θα βαραίνει θα βαραίνουν(ε)
Future (simple) θα βαρύνω θα βαρύνουμε, θα βαρύνομε
θα βαρύνεις θα βαρύνετε
θα βαρύνει θα βαρύνουν(ε)
Future perfect θα έχω βαρύνει θα έχουμε βαρύνει
θα έχεις βαρύνει θα έχετε βαρύνει
θα έχει βαρύνει θα έχουν βαρύνει
Subjunctive mood
Present να βαραίνω να βαραίνουμε, να βαραίνομε
να βαραίνεις να βαραίνετε
να βαραίνει να βαραίνουν(ε)
Aorist να βαρύνω να βαρύνουμε, να βαρύνομε
να βαρύνεις να βαρύνετε
να βαρύνει να βαρύνουν(ε)
Perfect να έχω βαρύνει να έχουμε βαρύνει
να έχεις βαρύνει να έχετε βαρύνει
να έχει βαρύνει να έχουν βαρύνει
Imoperative mood
Present βάραινε βαραίνετε
Aorist βάρυνε βαρύνετε
Participle
Present βαραίνοντας
Perfect έχοντας βαρύνει
Infinitive
Aorist βαρύνει
Examples with «βαραίνω»:
ελληνικά αγγλικά
Μην τρως πολύ, γιατί θα βαρύνιες. Do not eat much, because you will become heavier.
Τα λόγια του φίλου του βάρυναν στην απόφασή του. His friend's words weighed heavily for his decision.
Τα βλέφαρά σου βαραίνουν. Your eyelids become heavy.
Υπάρχει κάτι που σε βαραίνει; Is there something that burdens you?
Verbs with the same conjugation «βαραίνω»
- αβγαταίνω * to enlarge, multiply
- ακριβαίνω to become more expensive
- ασχημαίνω to uglify, disfigure
- βαθαίνω tyo deepen,intensify
- λεπταίνω lose weight, refine
- μακραίνω to lengthen
- μικραίνω to shorten, dwindle, abbreviate
- ομορφαίνω to beautify, prettify
- πληθαίνω to increase, multiply, grow
- σκληραίνω to harden, roughen
- φαρδαίνω to widen, broaden
- φτηωαίνω to become cheaper
- φτωχαίνω to impoverish, become poor
- χοντραίνω to grow fat, thicken. getting fat
 

* «αβγατίzω» means the same as «αβγαταίνω»