Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present αδυνατίζω αδυνατίζουμε, αδυνατίζομε
αδυνατίζεις αδυνατίζετε
αδυνατίζει αδυνατίζουν(ε)
Imperfect αδυνάτιζα αδυνατίζαμε
αδυνάτιζες αδυνατίζατε
αδυνάτιζε αδυνάτιζαν, αδυνατίζαν(ε)
Aorist (simple past) αδυνάτισα αδυνατίσαμε
αδυνάτισες αδυνατίσατε
αδυνάτισε αδυνάτισαν, αδυνατίσαν(ε)
Perfect έχω αδυνατίσει έχουμε αδυνατίσει
έχεις αδυνατίσει έχετε αδυνατίσει
έχει αδυνατίσει έχουν αδυνατίσει
Pluperfect είχα αδυνατίσει είχαμε αδυνατίσει
είχες αδυνατίσει είχατε αδυνατίσει
είχε αδυνατίσει είχαν αδυνατίσει
Future (continuous) θα αδυνατίζω θα αδυνατίζουμε, θα αδυνατίζομε
θα αδυνατίζεις θα αδυνατίζετε
θα αδυνατίζει θα αδυνατίζουν(ε)
Future (simple) θα αδυνατίσω θα αδυνατίσουμε, θα αδυνατίζομε
θα αδυνατίσεις θα αδυνατίσετε
θα αδυνατίσει θα αδυνατίσουν(ε)
Future Perfect θα έχω αδυνατίσει θα έχουμε αδυνατίσει
θα έχεις αδυνατίσει θα έχετε αδυνατίσει
θα έχει αδυνατίσει θα έχουν αδυνατίσει
Subjunctive Mood
Present να αδυνατίζω να αδυνατίζουμε, να αδυνατίζομε
να αδυνατίζεις να αδυνατίζετε
να αδυνατίζει να αδυνατίζουν(ε)
Aorist να αδυνατίσω να αδυνατίσουμε, να αδυνατίσομε
να αδυνατίσεις να αδυνατίσετε
να αδυνατίσει να αδυνατίσουν(ε)
Perfect να έχω αδυνατίσει να έχουμε αδυνατίσει
να έχεις αδυνατίσει να έχετε αδυνατίσει
να έχει αδυνατίσει να έχουν αδυνατίσει
Imperative Mood
Present αδυνάτιζε αδυνατίζετε
Aorist αδυνάτισε αδυνατίστε
Participle
Present αδυνατίζοντας
Perfect έχοντας αδυνατίσει / αδυνατισμένος
Infinitive
Aorist αδυνατίσει
Examples with «αδυνατίζω»:
ελληνικά αγγλικά
Kάνει αυστηρή δίαιτα για να αδυνατίσει. She is having a strong diet to lose weight.
Προσπάθησε να αδυνατίσει αλλά δεν μπόρεσε να χάσει πάνω από τρία κιλά. She tried to lose weight, but couldn't lose more than three kilos.
Aδυνάτισε μερικά κιλά. She lost a few kilos.
Aδυνατισμένος από τα βάσανα και τις κακουχίες. Losing weight by sorrow and hardship.
Tον αδυνάτισε η αρρώστια. He/she was weakened by illness.
Verbs with the same conjugation as «αδυνατίζω»:
- αβγατίζω to increase
- αγαπίζω to reconcile, propitiate, atone
- αναβλύζω to gush, jet, well, spurt
- ανηφορίζω to mount, steepen
- ανθίζω to blossom, blow
- αξίζω to deserve, merit
- αρχίζω to start, begin
- ασχημίζω to deface, disfigure
- ατενίζω contemplate, gloat, stare
- αφρίζω to bubble, foam, froth, spume
- αχνίζω to sizzle, smoke, steam
- βαβίζω to bark
- βαδίζω to march, walk, move
- βηματίζω to pace, step, stride
- βιγλίζω to keep sentry, watch
- γεμίζω to fill, load, stuff
- γονατίζω to kneel, genuflect
- γρυλίζω to snarl
- δακρύζω to cry
- δρασκελίζω to straddle, stride over
- ελπίζω to hope
- θυμίζω to remind, recall
- καθίζω to seat, sit
- καλωσορίζω to welcome
- καπνίζω to smoke
- καταχερίζω to clap hands, applaud
- κατηφορίζω to go downhill, shelve
- κιτρινίζω to turn yellow, to go pale
- κοιμίζω to send to sleep
- κοστίζω to cost
- κυματίζω to stream, undulate, wave, wimple
- μαϊμουδίζω to copy, ape, mimic
- μακαρίζω to envy
- μαυρίζω to tan, go brown, grow dark
- μετακομίζω to move out, transport, remove
- μπουχτίζω to cloy, satiate
- μωρουδίζω to be childish
- νομίζω to guess, think, reckon
- ονοματίζω to call, name
- παραθερίζω to pass the summer
- προασπίζω to champion, shield
- ραβδίζω to baste, cane, drub
- ραμφίζω to peck
- ραπίζω to biff, flap, clout, smack
- ροχαλίζω to snore
- σαπίζω to damp off, decompose
- στοιχηματίζω to bet, place a bet, wager
- στοιχίζω to cost
- συμβαδίζω to go with, keep up with
- συνηθίζω to get accustomed, habituate
- ταγγίζω to go sour
- φοβερίζω to threaten, awe, bulldoze
- φοβίζω to affright, frighten, terrify
- φροντίζω to care for, look after
- φτυαρίζω to shovel
- φωσφορίζω phosphoresce
- φωτίζω to illuminate, light, lighten
- χαστουκίζω to biff, smack
- χαχανίζω to giggle, snicker, snigger
- χλιμιντρίζω to neigh
- χρεμετίζω to neigh, whinny
- χρονίζω to dawdle, drag on
- χρυσίζω to tinge with gold
- ψειρίζω to niggle
- ψελλίζω to lisp, mumble, stutter
- ψευδίζω to lisp, stammer
- ψευτίζω to falsify
- ψηλαφίζω to feel, touch on
- ψιθυρίζω to murmur, whisper