Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present τρέμω τρέμουμε, τρέμομε
τρέμεις τρέμετε
τρέμει τρέμουν(ε)
Imperfect έτρεμα τρέμαμε
έτρεμες(α) τρέματε
έτρεμε έτρεμαν, τρέμαν(ε)
Aorist (simple past)
Perfect
Pluperfect
Future (continuous) θα τρέμω θα τρέμουμε, θα τρέμομε
θα τρέμεις θα τρέμετε
θα τρέμει θα τρέμουν(ε)
Future (simple)
Future Perfect
Subjunctive mood
Present να τρέμω να τρέμουμε, να τρέμομε
να τρέμεις να τρέμετε
να τρέμει να τρέμουν(ε)
Aorist
Perfect
Imperative mood
Present τρέμε τρέμετε
Aorist
Participle
Present τρέμοντας
Perfect
Infinitive
Aorist
Examples with «τρέμω»:
ελληνικά αγγικά
Έτρεμε σύγκορμος. He/she was trembling all over her body.
H γη έτρεμε από το σεισμό. The earth shook by the earthquake.
Tρέμει η εικόνα της τηλεόρασης. The television screen is flickering.
Aπό την έκρηξη άρχισε να τρέμει ολόκληρο το κτίριο. Since the outbreak, the whole building started to shake.
Ο αέρας έκανε τα φύλλα των δέντρων να τρέμουν. The wind was vibrating​ the leaves of the trees.
Tρέμει το φως της λάμπας. The light of the lamp was flickering.
Verbs with the same conjugation as «τρέμω»:
- ανοιγοκλείνω to open and close
- γδύνω to unrobe
- δένω to trush, tie, bind
- επιδένω to swathe, bandage
- κλείνω to close, shut, turn off
- λιώνω to melt, fuse, waste away
- λύνω to solve, untie, unhook
- ντύνω to dress, clothe, apparel
- ξεντύνω to undress
- ξύνω to scrape, grate, rub off
- ξεροψήνω to cook thoroughly
- περιχύνω ** to pour over
- πιάνω to grip, mesh, corral
- προσδένω to hitch, attach, harness
- σβήνω * to quench, extinguish, snuff out
- στήνω to erect, set up, plant
- συστήνω to recommend, introduce
- τέμνω cut, intersect
- φτάνω, φθάνω to arrive, be enough
- φτύνω to spit, cough up
- χάνω to loose, mislay, miss
- χύνω to shed, spill,pour
- ψήνω to bake, frizz, cook, roast
- .

* σβήνω τη δίψα μου - to quench my thirst

** περιχύνω κρέας με σάλτσα - to baste the meat with gravy