Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present αισθάνομαι αισθανόμαστε
αισθάνεσαι αισθάνεστε, αισθανόσαστε ε
αισθάνεται αισθάνονται
Imperfect αισθανόμουν(α) αισθανόμαστε, αισθανόμασταν
αισθανόσουν(α) αισθανόσαστε, αισθανόσασταν
αισθανόταν(ε) αισθάνονταν, αισθανόντανε, αισθανόντουσαν
Aorist (simple past) αισθάνθηκα αισθανθήκαμε
αισθάνθηκες αισθανθήκατε
αισθάνθηκε αισθάνθηκαν, αισθανθήκαν(ε)
Perfect έχω αισθανθεί έχουμε αισθανθεί
έχεις αισθανθεί έχουμε αισθανθεί
έχει αισθανθεί έχουν αισθανθεί
Pluperfect είχα αισθανθεί είχαμε αισθανθεί
είχες αισθανθεί είχατε αισθανθεί
είχε αισθανθεί είχαν αισθανθεί
Pluperfect θα αισθάνομαι θα αισθανόμαστε
θα αισθάνεσαι θα αισθάνεστε, θα αισθανόσαστε
θα αισθάνεται θα αισθάνονται
Future (simple) θα αισθανθώ θα αισθανθούμε
θα αισθανθείς θα αισθανθείτε
θα αισθανθεί θα αισθανθούν(ε)
Future Perfect θα έχω αισθανθεί θα έχουμε αισθανθεί
θα έχεις αισθανθεί θα έχετε αισθανθεί
θα έχει αισθανθεί θα έχουν αισθανθεί
Subjunctive mood
Present να αισθάνομαι να αισθανόμαστε
να αισθάνεσαι να αισθάνεστε, να αισθανόσαστε ε
να αισθάνεται να αισθάνονται
Aorist να αισθανθώ να αισθανθούμε
να αισθανθείς να αισθανθείς
να αισθανθεί να αισθανθούν(ε)
Perfect να έχω αισθανθεί να έχουμε αισθανθεί
να έχεις αισθανθεί να έχετε αισθανθεί
να έχει αισθανθεί να έχουν αισθανθεί
Imperative mood
Present -- αισθάνεστε
Aorist αισθανθείτε
Participle
Present
Perfect αισθανόμενος
Infinitive
Aorist αισθανθεί
Examples with «αισθάνομαι»:
ελληνικά αγγικά
Αισθάνομαι έντονο πόνο στο γόνατό μου. I feel (experience) a lot of pain in my knee.
Αισθάνθηκε το χέρι της στον ώμο του. He felt her hand on his shoulder.
Ξαφνικά αισθάνθηκα να υπάρχει κι άλλο άτομο στο δωμάτιο. Suddenly Ι sensed another person in the room.
Πρέπει να αισθανόμαστε τη δυστυχία / τα προβλήματα των άλλων. We must empathize with the problems of others.
Ο άνθρωπος αισθάνεται το Θεό με την καρδιά, όχι με το νου. People understand God with the heart not with the mind.
Είναι ακόμα παιδί και δεν αισθάνεται. It's only a child, it does not understand it.
Aισθάνθηκε ξαφνικά ένα δυνατό πόνο στο στομάχι του. He suddenly felt a sharp pain in his stomach.
Ως αξιόλογο αισθανόμαστε πάντα μόνο εκείνο που είναι καθαυτό αξιόλογο. As remarkable we always value only that which is truly remarkable.
Verbs with the same conjugation as «αισθάνομαι»::
- απεχθάνομαι to hate, despise, dislike
- διαισθάνομαι to intuit
- προαισθάνομαι to forebode
Artisteer - DNN Skin Generator