Present |
εκλέγομαι |
εκλεγόμαστε |
εκλέγεσαι |
εκλέγεστε, εκλεγόσαστε |
εκλέγεται |
εκλέγονται |
Imperfect |
εκλεγόμουν(α) |
εκλεγόμαστε, εκλεγόμασταν |
εκλεγόσουν(α) |
εκλεγόσαστε, εκλεγόσασταν |
εκλεγόταν(ε) |
εκλέγονταν, εκλεγόντανε, εκλεγόντουσαν |
Aorist (simple past) |
εκλέχτηκα, εκλέχθηκα, εξελέγην |
εκλεχτήκαμε, εκλεχθήκαμε, εξελέγημεν |
εκλέχτηκες, εκλέχθηκες, εξελέγης |
εκλεχτήκατε, εκλεχθήκατε, εξελέγητε |
εκλέχτηκε, εκλέχθηκε, εξελέγη |
εκλέχτηκαν, εκλεχτήκαν(ε), εκλέχθηκαν, εκλεχθήκαν(ε), εξελέγησαν |
Perfect |
έχω εκλεχτεί, έχω εκλεχθεί, έχω εκλεγεί, είμαι εκλεγμένος, -η |
έχουμε εκλεχτεί, έχουμε εκλεχθεί, έχουμε εκλεγεί, είμαστε εκτεθειμένοι, -ες |
έχεις εκλεχτεί, έχεις εκλεχθεί έχεις εκλεγεί, είσαι εκλεγμένος, -η |
έχετε εκλεχτεί, έχετε εκλεχθεί, έχετε εκλεγεί, είστε εκλεγμένοι, -ες |
έχει εκλεχτεί, έχει εκλεχθεί, έχει εκλεγεί, είναι εκλεγμένος, -η, -ο |
έχουν εκλεχτεί, έχουν εκλεχθεί, έχουν εκλεγεί, είναι εκλεγμένοι, -ες, -α |
Pluperfect |
είχα εκλεχτεί, είχα εκλεχθεί, είχα εκλεγεί, ήμουν εκλεγμένος, -η |
είχαμε εκλεχτεί, είχαμε εκλεχθεί, είχαμε εκλεγεί, ήμαστε εκτεθειμένοι, -ες |
είχες εκλεχτεί, είχες εκλεχθεί είχες εκλεγεί, είσαι εκλεγμένος, -η |
είχατε εκλεχτεί, είχατε εκλεχθεί, είχατε εκλεγεί, ήσαστε εκλεγμένοι, -ες |
είχε εκλεχτεί, είχε εκλεχθεί, είχε εκλεγεί, ήταν εκλεγμένος, -η, -ο |
είχαν εκλεχτεί, είχαν εκλεχθεί, είχαν εκλεγεί, ήταν εκλεγμένοι, -ες, -α |
Future (continuous) |
θα εκλέγομαι |
θα εκλεγόμαστε |
θα εκλέγεσαι |
θα εκλέγεστε, θα εκλεγόσαστε |
θα εκλέγεται |
θα εκλέγονται |
Future (simple) |
θα εκλεχτώ, θα εκλεχθώ, θα εκλεγώ |
θα εκλεχτούμε, θα εκλεχθούμε, θα εκλεγούμε |
θα εκλεχτείς, θα εκλεχθείς, θα εκλεγείς |
θα εκλεχτείτε, θα εκλεχθείτε, θα εκλεγείτε |
θα εκλεχτεί, θα εκλεχθεί, θα εκλεγεί |
θα εκλεχτούν(ε), θα εκλεχθούν(ε), θα εκλεγούν(ε) |
Future Perfect |
θα έχω εκλεχτεί, θα έχω εκλεχθεί, θα έχω εκλεγεί, θα είμαι εκλεγμένος, -η |
θα έχουμε εκλεχτεί, θα έχουμε εκλεχθεί, θα έχουμε εκλεγεί,θα είμαστε εκλεγμένοι, -ες |
θα έχεις εκλεχτεί, θα έχεις εκλεχθεί, θα έχεις εκλεγεί, θα είσαι εκλεγμένος, -η |
θα έχετε εκλεχτεί, θα έχετε εκλεχθεί, θα έχετε εκλεγεί, θα είστε εκλεγμένοι, -ες |
θα έχει εκλεχτεί, θα έχει εκλεχθεί, θα έχει εκλεγεί, θα είναι εκλεγμένος, -η, -ο |
θα έχουν εκλεχτεί, θα έχουν εκλεχθεί, θα έχουν εκλεγεί, θα είναι εκλεγμένοι, -ες, -α |
Subjunctive mood |
|
Present |
να εκλέγομαι |
να εκλεγόμαστε |
να εκλέγεσαι |
να εκλέγεστε, θα εκλεγόσαστε |
να εκλέγεται |
να εκλέγονται |
Aorist |
να εκλεχτώ, να εκλεχθώ, να εκλεγώ |
να εκλεχτούμε, να εκλεχθούμε, να εκλεγούμε |
να εκλεχτείς, να εκλεχθείς, να εκλεγείς |
να εκλεχτείτε, να εκλεχθείτε, να εκλεγείτε |
να εκλεχτεί, να εκλεχθεί, να εκλεγεί |
να εκλεχτούν(ε), να εκλεχθούν(ε), να εκλεγούν(ε) |
Perfect |
να έχω εκλεχτεί, να έχω εκλεχθεί, να έχω εκλεγεί, να είμαι εκλεγμένος, -η |
να έχουμε εκλεχτεί, να έχουμε εκλεχθεί, να έχουμε εκλεγεί, να είμαστε εκλεγμένοι, -ες |
να έχεις εκλεχτεί, να έχεις εκλεχθεί, να έχεις εκλεγεί, να είσαι εκλεγμένος, -η |
να έχετε εκλεχτεί, να έχετε εκλεχθεί, να έχετε εκλεγεί, να είστε εκλεγμένοι, -ες |
να έχει εκλεχτεί, να έχει εκλεχθεί, να έχει εκλεγεί, να είναι εκλεγμένος, -η, -ο |
να έχουν εκλεχτεί, να έχουν εκλεχθεί, να έχουν εκλεγεί, να είναι εκλεγμένοι, -ες, -α |
Imperative mood |
|
Present |
-- |
εκλέγεστε |
Aorist |
(εκλέξου) |
εκλεχτείτε, εκλεχθείτε, εκλεγείτε |
Participle |
|
Present |
εκλεγόμενος |
Perfect |
εκλεγμένος, -η, -ο |
εκλεγμένοι, -ες, -α |
Infinitive |
|
Aorist |
εκλεχτεί, εκλεχθεί, εκλεγεί |