Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd εκλέγω εκλέγουμε, εκλέγομε
εκλέγεις εκλέγετε
εκλέγει εκλέγουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd εξέλεγα εκλέγαμε
εξέλεγες εκλέγατε
εξέλεγε εξέλεγαν, εκλέγαν(ε)
Aoristus εξέλεξα εκλέξαμε
εξέλεξες εκλέξατε
εξέλεξε εξέλεξαν, εκλέξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω εκλέξει έχουμε εκλέξει
έχεις εκθέσει έχετε εκλέξει
έχει εκλέξει έχουν εκλέξει
Voltooid verleden tijd είχα εκλέξει είχαμε εκλέξει
είχες εκλέξει είχατε εκλέξει
είχε εκλέξει είχαν εκλέξει
Toekomende tijd (1) θα εκλέγω θα εκλέγουμε, θα εκλέγομε
θα εκλέγεις θα εκλέγετε
θα εκλέγει θα εκλέγουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα εκλέξω θα εκλέξουμε, θα εκλέξομ
θα εκλέξεις θα εκλέξετε
θα εκλέξει θα εκλέξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω εκλέξει θα έχουμε εκλέξει
θα έχεις εκλέξει θα έχετε εκλέξει
θα έχει εκλέξει θα έχουν εκλέξει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να εκλέγω να εκλέγουμε, θα εκλέγομε
να εκλέγεις να εκλέγετε
να εκλέγει να εκλέγουν(ε)
Aoristus να εκλέξω να εκλέξουμε, θα εκλέξομε
να εκλέξεις να εκλέξετε
να εκλέξει να εκλέξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω εκλέξει να έχουμε εκλέξει
να έχεις εκλέξει να έχετε εκλέξει
να έχει εκλέξει να έχουν εκλέξει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd (έκλεγε) εκλέγετε
Aoristus έκλεξε εκλέξτε, εκλέξετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd εκλέγοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας εκλέξει
Onbepaalde wijs
Aoristus εκλέξει
voorbeelden van «εκλέγω»:
ελληνικά ολλανδικά
Τον εξέλεξαν δήμαρχο. Men heeft hem als burgemeester gekozen.
Δεν τελειώνει καλά για το εκλεγμένο καθεστώς. Het eindigt niet goed voor het gekozen regime.
Θα εξέλεγα το ίδιο έργο και τον ίδιο τρόπο ζωής. Ik zou hetzelfde werk en dezelfde manier van leven kiezen.
Μας εξέλεξαν οι λαοί. Het volk heeft ons gekozen.
Πρέπει να σε εκλέξουν. Je moet jezelf verkozen krijgen.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als «εκλέγω»:
- επιλέγω kiezen
- συλλέγω verzamelen

Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd εκλέγομαι εκλεγόμαστε
εκλέγεσαι εκλέγεστε, εκλεγόσαστε
εκλέγεται εκλέγονται
Onvoltooid verleden tijd εκλεγόμουν(α) εκλεγόμαστε, εκλεγόμασταν
εκλεγόσουν(α) εκλεγόσαστε, εκλεγόσασταν
εκλεγόταν(ε) εκλέγονταν, εκλεγόντανε, εκλεγόντουσαν
Aoristus εκλέχτηκα, εκλέχθηκα, εξελέγην εκλεχτήκαμε, εκλεχθήκαμε, εξελέγημεν
εκλέχτηκες, εκλέχθηκες, εξελέγης εκλεχτήκατε, εκλεχθήκατε, εξελέγητε
εκλέχτηκε, εκλέχθηκε, εξελέγη εκλέχτηκαν, εκλεχτήκαν(ε),
εκλέχθηκαν, εκλεχθήκαν(ε), εξελέγησαν
Tegenwoordige voltooide tijd έχω εκλεχτεί, έχω εκλεχθεί, έχω εκλεγεί,
είμαι εκλεγμένος, -η
έχουμε εκλεχτεί, έχουμε εκλεχθεί,
έχουμε εκλεγεί, είμαστε εκτεθειμένοι, -ες
έχεις εκλεχτεί, έχεις εκλεχθεί
έχεις εκλεγεί, είσαι εκλεγμένος, -η
έχετε εκλεχτεί, έχετε εκλεχθεί,
έχετε εκλεγεί, είστε εκλεγμένοι, -ες
έχει εκλεχτεί, έχει εκλεχθεί,
έχει εκλεγεί, είναι εκλεγμένος, -η, -ο
έχουν εκλεχτεί, έχουν εκλεχθεί,
έχουν εκλεγεί, είναι εκλεγμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα εκλεχτεί, είχα εκλεχθεί, είχα εκλεγεί,
ήμουν εκλεγμένος, -η
είχαμε εκλεχτεί, είχαμε εκλεχθεί,
είχαμε εκλεγεί, ήμαστε εκτεθειμένοι, -ες
είχες εκλεχτεί, είχες εκλεχθεί
είχες εκλεγεί, είσαι εκλεγμένος, -η
είχατε εκλεχτεί, είχατε εκλεχθεί,
είχατε εκλεγεί, ήσαστε εκλεγμένοι, -ες
είχε εκλεχτεί, είχε εκλεχθεί,
είχε εκλεγεί, ήταν εκλεγμένος, -η, -ο
είχαν εκλεχτεί, είχαν εκλεχθεί,
είχαν εκλεγεί, ήταν εκλεγμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα εκλέγομαι θα εκλεγόμαστε
θα εκλέγεσαι θα εκλέγεστε, θα εκλεγόσαστε
θα εκλέγεται θα εκλέγονται
Toekomende tijd (2) θα εκλεχτώ, θα εκλεχθώ, θα εκλεγώ θα εκλεχτούμε, θα εκλεχθούμε, θα εκλεγούμε
θα εκλεχτείς, θα εκλεχθείς, θα εκλεγείς θα εκλεχτείτε, θα εκλεχθείτε, θα εκλεγείτε
θα εκλεχτεί, θα εκλεχθεί, θα εκλεγεί θα εκλεχτούν(ε), θα εκλεχθούν(ε),
θα εκλεγούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω εκλεχτεί, θα έχω εκλεχθεί,
θα έχω εκλεγεί, θα είμαι εκλεγμένος, -η
θα έχουμε εκλεχτεί, θα έχουμε εκλεχθεί,
θα έχουμε εκλεγεί,θα είμαστε εκλεγμένοι, -ες
θα έχεις εκλεχτεί, θα έχεις εκλεχθεί,
θα έχεις εκλεγεί, θα είσαι εκλεγμένος, -η
θα έχετε εκλεχτεί, θα έχετε εκλεχθεί,
θα έχετε εκλεγεί, θα είστε εκλεγμένοι, -ες
θα έχει εκλεχτεί, θα έχει εκλεχθεί,
θα έχει εκλεγεί, θα είναι εκλεγμένος, -η, -ο
θα έχουν εκλεχτεί, θα έχουν εκλεχθεί,
θα έχουν εκλεγεί, θα είναι εκλεγμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να εκλέγομαι να εκλεγόμαστε
να εκλέγεσαι να εκλέγεστε, θα εκλεγόσαστε
να εκλέγεται να εκλέγονται
Aoristus να εκλεχτώ, να εκλεχθώ, να εκλεγώ να εκλεχτούμε, να εκλεχθούμε, να εκλεγούμε
να εκλεχτείς, να εκλεχθείς, να εκλεγείς να εκλεχτείτε, να εκλεχθείτε, να εκλεγείτε
να εκλεχτεί, να εκλεχθεί, να εκλεγεί να εκλεχτούν(ε), να εκλεχθούν(ε),
να εκλεγούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω εκλεχτεί, να έχω εκλεχθεί,
να έχω εκλεγεί, να είμαι εκλεγμένος, -η
να έχουμε εκλεχτεί, να έχουμε εκλεχθεί,
να έχουμε εκλεγεί, να είμαστε εκλεγμένοι, -ες
να έχεις εκλεχτεί, να έχεις εκλεχθεί,
να έχεις εκλεγεί, να είσαι εκλεγμένος, -η
να έχετε εκλεχτεί, να έχετε εκλεχθεί,
να έχετε εκλεγεί, να είστε εκλεγμένοι, -ες
να έχει εκλεχτεί, να έχει εκλεχθεί,
να έχει εκλεγεί, να είναι εκλεγμένος, -η, -ο
να έχουν εκλεχτεί, να έχουν εκλεχθεί,
να έχουν εκλεγεί, να είναι εκλεγμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- εκλέγεστε
Aoristos (εκλέξου) εκλεχτείτε, εκλεχθείτε, εκλεγείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd εκλεγόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd εκλεγμένος, -η, -ο εκλεγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus εκλεχτεί, εκλεχθεί, εκλεγεί
Enkele voorbeelden van «εκλέγομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Εκλέχτηκε/εξελέγη δήμαρχος. Hij werd als burgemeester gekozen.
Έχει να κάνει με σένα που θέλεις να με δεις να εκλέγομαι; Heeft het met jou te maken die mij gekozen wil zien worden?
Εκλέχθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2016 ως βουλευτής Hij werd op 18 september 2016 verkozen als lid van het parlement.
Το διοικητικό συµβούλιο εκλέγεται από τη συνέλευση των µετόχων. De raad van bestuur wordt gekozen door de algemene vergadering.
Κάποια μέρα, θα εκλεχτεί Πρόεδρος και πάλι κάποιος λευκός. Op een dag wordt een blanke man opnieuw tot president gekozen.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd als «εκλέγομαι»:
- επιλέγομαι gekozen, geselecteerd worden
- συλλέγομαι verzamelen