Tenses - moods | Active voice | |
---|---|---|
Indicative mood | Singular | Plural |
Present | εισάγω | εισάγουμε, εισάγομε |
εισάγεις | εισάγετε | |
εισάγει | εισάγουν(ε) | |
Imperfect | εισήγα | εισήγαμε |
εισήγες | εισήγατε | |
εισήγε | εισήγαν | |
Aorist (simple past) | εισήγαγα | εισηγάγαμε |
εισήγαγες | εισηγάγατε | |
εισήγαγε | εισήγαγαν | |
Perfect | έχω εισαγάγει | έχουμε εισαγάγει |
έχεις εισαγάγει | έχετε εισαγάγει | |
έχει εισαγάγει | έχουν εισαγάγει | |
Pluperfect | είχα εισαγάγει | είχαμε εισαγάγει |
είχες εισαγάγει | είχατε εισαγάγει | |
είχε εισαγάγει | είχαν εισαγάγει | |
Future (continuous) | θα εισάγω | θα εισάγουμε, θα εισάγομε |
θα εισάγεις | θα εισάγετε | |
θα εισάγει | θα εισάγουν(ε | |
Future (simple) | θα εισηγάγω | θα εισηγάγω |
θα εισαγάγεις | θα εισηγάγετε | |
θα εισαγάγει | θα εισηγάγουν(ε) | |
Future Perfect | θα έχω εισαγάγει | θα έχουμε εισαγάγει |
θα έχεις εισαγάγει | θα έχετε εισαγάγει | |
θα έχει εισαγάγει | θα έχουν εισαγάγει | |
Subjunctive mood | ||
Present | να εισάγω | να εισάγουμε, να εισάγομε |
να εισάγεις | να εισάγετε | |
να εισάγει | να εισάγουν(ε) | |
Aorist | να εισηγάγω | να εισηγάγουμε,να εισηγάγομε |
να εισαγάγεις | να εισηγάγετε | |
να εισαγάγει | να εισηγάγουν(ε) | |
Perfect | να έχω εισαγάγει | να έχουμε εισαγάγει |
να έχεις εισαγάγει | να έχετε εισαγάγει | |
να έχει εισαγάγει | να έχουν εισαγάγει | |
Imperative mood | ||
Present | -- | εισάγετε |
Aorist | -- | εισαγάγετε |
Participle | ||
Present | εισάγοντας | |
Perfect | έχοντας εισαγάγει | |
Infinitive | ||
Aorist | εισαγάγει |
Examples with «εισάγω»:
ελληνικά | αγγλικά |
---|---|
Αυτός αναφέρει ότι οι τιμές δεν αυξήθηκαν όταν έχουν εισαγάγει το ευρώ. | He claimed that prices did not rise when they introduced the euro. |
Εισάγουμε πολλά πράγματα από την Αυστραλία. | We import a lot of things from Australia. |
Την στιγμή που κάποιος εισάγει ένα κωδικό, η θέση του είναι γνωστή. | The second someone enters a password, his location is known. |
Επωνυμία του οργανισμού, που εισάγει τα δεδομένα, είναι εγγεγραμμένο. | The name of the organization, importing the data, is registered. |
Πόσα λεφτά έχασες εισάγοντας κουβανέζικα πούρα; | How much money did you lose importing Cuban cigars? |
Verbs with the same conjugation:
- άγω | to guide, lead, conduct |
- ανάγω | to reduce, convert |
- απάγω | to hijack, kidnap, take away |
- διεξάγω | to conduct, carry out |
- εξάγω | to deduce, derive, export |
- παράγω | to produce, generate, yield |
- προάγω | to promote, encourage, build |
- | . |