Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present βρίσκω βρίσκουμε, βρίσκομε
βρίσκεις βρίσκετε
βρίσκει βρίσκουν(ε)
Imperfect έβρισκα βρίσκαμε
έβρισκες βρίσκατε
έβρισκε έβρισκαν, βρίσκαν(ε)
Aorist (simple past) βρήκα βρήκαμε
βρήκες βρήκατε
βρήκε βρήκαν
Perfect έχω βρει έχουμε βρει
έχεις βρει έχετε βρει
έχει βρει έχουν βρει
Pluperfect είχα βρει είχαμε βρει
είχες βρει είχατε βρει
είχε βρει είχαν βρει
Future (continuous) θα βρίσκω θα βρίσκουμε, θα βρίσκομε
θα βρίσκεις θα βρίσκετε
θα βρίσκει θα βρίσκουν(ε)
Future (simple) θα βρω, θά βρω θα βρούμε, θά βρουμε
θα βρεις, θά βρεις θα βρείτε, θά βρετε
θα βρει, θά βρει θα βρουν, θα βρούνε, θά βρουν(ε)
Future Perfect θα έχω βρει θα έχουμε βρει
θα έχεις βρει θα έχετε βρει
θα έχει βρει θα έχουν βρει
Subjunctive mood
Present να βρίσκω να βρίσκουμε, να βρίσκομε
να βρίσκεις να βρίσκετε
να βρίσκει να βρίσκουν(ε)
Aorist να βρω να βρούμε
να βρούμε να βρείτε
να βρει να βρουν, βρούνε
Perfect να έχω βρει να έχουμε βρει
να έχεις βρει να έχετε βρει
να έχει βρει να έχουν βρει
Imperative mood
Present βρίσκε βρίσκετε
Aorist βρες βρείτε, βρέστε
Participle
Present βρίσκοντας
Perfect έχοντας βρει
Infinitive
Aorist βρει/έβρει
«βρίσκω» is used when we find something that is missing or when we are looking for someone. The same applies for discovering something:
ελληνικά αγγλικά
1Βρήκα ένα πορτοφόλι στο δρόμο. I found a purse in the street.
2Πέρασα από το σπίτι σου, αλλά δε σε βρήκα. I went along your house, but did not find you
3Θα με βρεις στη γνωστή διεύθυνση. You will find me at the well-known address.
4Δε βρήκαν ακόμα τη θεραπεία για τον καρκίνο. No treatment for cancer has been discovered.
5Tέτοια εποχή δε βρίσκεις σταφύλια. That season there are no grapes.
«βρίσκω» is also used when we want to find, to achieve or to ensure to get something:
ελληνικά αγγλικά
1Bρήκε καλή λύση για το αυτήν την διενέργεια. He found a proper solution for this transaction.
2βρήκαμε ένα σπίτι όπως το θέλαμε. We found a house as we pleased.
3Θα το βρούμε μόνοι μας. We will find it ourselves.
4Θα σου βρω έναν αγοραστή. Ιk will find a buyer for you.
5Kαλά που σε βρήκα. Glad I found you.
«βρίσκω» is used:
  • when we find somebody
  • when we visit or meet somebody
  • when we find ourselves somewhere
  • when we find ourselves in certain circumstances
ελληνικά αγγλικά
1Tον βρήκα στο σπίτι του. Ik found him in his house.
1Mας βρήκε στο τραπέζι του εστιατορίου He found us at the table of the restaurant.
2Όταν γυρίσαμε βρήκαμε το σπίτι ανάστατο. When we returned we found the house in uproar.
3Tον βρήκα να κρυφακούει τη συνομιλία. I saw him eavesdropping the conversation.
4βρήκες απροετοίμαστο για αυτή τη συζήτηση You found me unprepared for this conversation.
Diverse expressions with «βρίσκω» in different situations, such as:
  • to aim something on someone - (sent. 1)
  • to hit something on someone - (sent 2)
  • to befall something unpleasant - (sent 3)
  • to encounter resistance - (sent 4)
  • to experience counteraction - (sent 5)
  • to devise something - (sent 6)
  • to figure out something - (sent 7)
  • to examine something - (sent 8)
  • to judge somebody - (sent 9)
  • to strike an attitude - (sent 10)
ελληνικά αγγλικά
1Oι βόμβες βρήκαν το στόχο τους. The bombs reached their target.
2H σφαίρα τον βρήκε στην καρδιά. The bullet hit him in the heart.
3Mας βρήκε μεγάλη συμφορά. A big disaster happened to us.
4Tο καρφί βρήκε ρόζο. The nail struck a gnarl.
5H πορεία του έργου έβρισκε μεγάλη αντίσταση. The progress of the job encountered great resistance.
6Bρήκε αφορμή να μη δουλέψει. He/she found a reason not to work.
7Tι αποτέλεσμα βρήκε; Which result did you find?
8O γιατρός τού βρήκε ακροαστικά. The doctor examined him by listening.
9Πώς με βρίσκεις; What do you think of me
10H πρόταση με βρίσκει συμφωνώ. I agree with the proposal.
Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present βρίσκομαι βρισκόμαστε
βρίσκεσαι βρίσκεστε, βρισκόσαστε
βρίσκεται βρίσκονται
Imperfect βρισκόμουν(α) βρισκόμαστε, βρισκόμασταν
βρισκόσουν(α) βρισκόσαστε, βρισκόσασταν
βρισκόταν(ε), βρίσκονταν βρίσκονταν, βρισκόντανε, βρισκόντουσαν
Aorist (simple past) βρέθηκα βρεθήκαμε
βρέθηκες βρεθήκατε
βρέθηκε βρέθηκαν, βρεθήκαν(ε)
Perfect έχω βρεθεί έχουμε βρεθεί
έχεις βρεθεί έχετε βρεθεί
έχει βρεθεί έχουν βρεθεί
Pluperfect είχα βρεθεί είχαμε βρεθεί
είχες βρεθεί είχατε βρεθεί
είχε βρεθεί είχαν βρεθεί
Future (continuous) θα βρίσκομαι θα βρισκόμαστε
θα βρίσκεσαι θα βρίσκεστε, θα βρισκόσαστε
θα βρίσκεται θα βρίσκονται
Future (simple) θα βρεθώ θα βρεθούμε
θα βρεθείς θα βρεθείτε
θα βρεθεί θα βρεθούν(ε)
Future Perfect θα έχω βρεθεί θα έχουμε βρεθεί
θα έχεις βρεθεί θα έχετε βρεθεί
θα έχει βρεθεί θα έχουν βρεθεί
Subjunctive mood
Present να βρίσκομαι(ε) να βρισκόμαστε
να βρίσκεσαι να βρίσκεστε, να βρισκόσαστε
να βρίσκεται να βρίσκονται
Aorist να βρεθώ να να βρεθούμε
να βρεθείς να βρεθείτε
να βρεθεί να βρεθούν(ε)
Perfect να έχω βρεθεί να έχουμε βρεθεί
να έχεις βρεθεί να έχετε βρεθεί
να έχει βρεθεί να έχουν βρεθεί
Imperative mood
Present
Aorist βρίσκεστε βρεθείτε
Paticiple
Present βρισκόμενος
Perfect -- --
Infinitive
Aorist βρεθεί
«βρίσκομαι» is used a.o.:
  • when we find or retrieve someone or something - (sent. 1, 2 + 3)
  • when we meet each other accidentally or intentionally (sent. 4 +5)
  • when we find ourselves on a certain place - (sent. 6)
  • when we are in a certain mood - (sent. 7)
  • when something or someone is in a certain situation - (sent. 8, 9 + 10)
  • when we are in a developing process - (sent. 11)
  • when something is invented - (sent. 12)
  • when we inherit something - (sent. 13)
ελληνικά αγγλικά
1Βρεθήκε το χαμένο παιδί. The missing child was found.
2Kατά την εκσκαφή βρέθηκαν αρχαία. At the excavation antiquities were found.
3Aν δε βρισκόταν αυτός, κάποιος άλλος θα το 'κανε. If he is not found, someone else would do it.
4Όταν (θα) βρεθούμε, θα σου το πω. When we meet I will tell you.
5Ας βρισκόμαστε κάπου κάπου. Let us meet occasionally.
6Bρίσκομαι στην δυσάρεστη θέση. I find myself on an unpleasant place.
7Bρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να σας t'ανακοινώσω. I find myself in the happy position to notify it to you.
8Το πρόβλημα βρισκόταν στον τρόπο λειτουργίας. The problem is in the operating mode.
9H βλάβη βρίσκεται μέσα στη μηχανή. The damage is located in the machine.
10Bρέθηκα τυχαία στον τόπο του δυστυχήματος. Coincidentally I was standing at the place of the accident.
11Σε ποιο στάδιο βρίσκονται οι έρευνες; At what stage are the investigations?
12Bρέθηκε το φάρμακο της φαλάκρας. A medication for baldness was discovered.
13Aυτά τα έθιμα τα βρήκαμε από τους παππούδες μας. We inherited these habits from our grandparents.