?xml version="1.0" encoding="utf-8"?> Learning English - Modern Greek
Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present αφήνω αφήνουμε, αφήνομε
αφήνεις αφήνετε
αφήνει αφήνουν(ε)
Imperfect άφηνα αφήναμε
άφηνες αφήνατε
άφηνε άφηναν, αφήναν(ε)
Aorist (simple past) άφησα αφήσαμε
άφησες αφήσατε
άφησε άφησαν, αφήσαν(ε)
Perfect έχω αφήσει, έχω αφημένο έχουμε αφήσει, έχουμε αφημένο
έχεις αφήσει, έχεις αφημένο έχετε αφήσει, έχετε αφημένο
έχει αφήσει, έχει αφημένο έχουν αφήσει, έχουν αφημένο
Pluperfect είχα αφήσει, είχα αφημένο είχαμε αφήσει, είχαμε αφημένο
είχες αφήσει, είχες αφημένο είχατε αφήσει, είχατε αφημένο
είχε αφήσει, είχε αφημένο είχαν αφήσει, είχε αφημένο
Future (continuous) θα αφήνω θα αφήνουμε, θα αφήνομε
θα αφήνεις θα αφήνετε
θα αφήνει θα αφήνουν(ε)
Future (simple) θα αφήσω θα αφήσουμε, θα αφήσομε
θα αφήσεις θα αφήσετε
θα αφήσει θα αφήσουν(ε)
Future Perfect θα έχω αφήσει, θα έχω αφημένο θα έχουμε αφήσει, θα έχουμε αφημένο
θα έχεις αφήσει, θα έχουμε αφημένο θα έχετε αφήσει, θα έχετε αφημένο
θα έχει αφήσει, θα έχει αφημένο θα έχουν αφήσει, θα έχουν αφημένο
Subjunctive mood
Present να αφήνω να αφήνουμε, να αφήνομε
να αφήνεις να αφήνετε
να αφήνει να αφήνουν(ε)
Aorist να αφήσω να αφήσουμε, να αφήσομε
να αφήσεις να αφήσετε
να αφήσει να αφήσουν(ε)
Perfect να έχω αφήσει, ννα έχω αφημένο να έχουμε αφήσει, να έχουμε αφημένο
να έχεις αφήσει, να έχεις αφημένο να έχετε αφήσει, να έχετε αφημένο
να έχει αφήσει, να έχει αφημένο να έχουν αφήσει, να έχουν αφημένο
Imperative mood
Present άφηνε αφήνετε
Aorist άφησε, άσε αφήστε, άστε
Participle
Present αφήνοντας
Present έχοντας αφήσει, έχοντας αφημένο
Infinitive
Aorist αφήσει
Examples with «αφήνω»:
ελληνικά αγγικά
Πρέπει να σας αφήσω τώρα. I have to leave you now.
Δεν αφήνει τα παιδιά να παίζουν στον κήπο He/she don't let the children play in the garden
Το ήθελα, αλλά δε μ'άφησε. I wanted it but he did not let me.
'Αφησέ με ήσυχο! * Leave me alone!

There are no verbs with the same conjugation as «αφήνω»

* For "leave me alone!" the greek use also «μη με ενοχλείς!» and «μη με πειράζεις!»

«αφήνω» also means:

«άφησέ το!» - «άσ'το δω αυτό!» let that behind
«άσε τ'αστεία τώρα!» don't make jokes now!
«άφησέ με!» let me go!
«αφήστε με να μπω!» let me in!
«ασ' τα αυτά, πες την αλήθεια!» come on, tell the truth!
«άσε που δεν είχα.............!» apart from that I didn't ...........!
Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present αφήνομαι αφηνόμαστε
αφήνεσαι αφήνεστε, αφηνόσαστε
αφήνεται αφήνονται
Imperfect αφηνόμουν(α) αφηνόμουν
αφηνόσουν(α) αφηνόσαστε, αφηνόσασταν
αφηνόταν(ε) αφήνονταν, αφηνόντανε, αφηνόντουσαν
Aorist (simple past) αφέθηκα αφεθήκαμε
αφέθηκες αφεθήκατε
αφέθηκε αφέθηκαν, αφεθήκανε(ε)
Perfect έχω αφεθεί,
είμαι αφημένος, -η
έχουμε αφεθεί,
είμαστε αφημένοι, -ες
έχεις αφεθεί,
είσαι αφημένος, -η
έχετε αφεθεί,
είστε αφημένοι, -ες
έχει αφεθεί,
είναι αυξημένος, -η, -ο
έχουν αφεθεί,
είναι αφημένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα αφεθεί,
ήμουν αφημένος, -η
είχαμε αφεθεί,
ήμαστε αφημένοι, -ες
είχες αφεθεί,
ήσουν αφημένος, -η
είχατε αφεθεί,
ήσαστε αφημένοι, -ες
είχε αφεθεί,
ήταν αφημένος, -η, -ο
είχαν αφεθεί,
ήταν αφημένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα αφήνομαι θα αφηνόμαστε
θα αφήνεσαι θα αφήνεστε, θα αφηνόσαστε
θα αφήνεται θα αφήνονται
Future (simple) θα αφεθώ θα αφεθούμε
θα αφεθείς θα αφεθείτε
θα αφεθεί θα αφεθούν(ε)
Future Perfect θα έχω αφεθεί,
θα είμαι αφημένος, -η
θα έχουμε αφεθεί,
θα είμαστε αφημένοι,-ες
θα έχεις αφεθεί,
θα είσαι αφημένος, -η
θα έχετε αφεθεί,
θα είστε αφημένοι, -ες
θα έχει αφεθεί,
θα είναι αφημένος, -η, -ο
θα έχουν αφεθεί,
θα είναι αφημένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Present να αφήνομαι να αφηνόμαστε
να αφήνεστε, να αφηνόσαστει να αφήνεσαι
να αφήνεται να αφήνονται
Aorist να αφεθώ να αφεθούμε
να αφεθείς να αφεθείτε
να αφεθεί να αφεθούν(ε)
Perfect να έχω αφεθεί,
να είμαι αφημένος, -η
να έχουμε αφεθεί,
να είμαστε αφημένοι,-ες
να έχεις αφεθεί,
να είσαι αφημένος, -η
να έχετε αφεθεί,
να είστε αφημένοι, -η
να έχει αφεθεί,
να είναι αφημένος, -η, -ο
να έχουν αφεθεί,
να είναι αφημένοι, -ες, -α
Imperative mood
Present -- αφήνεστε
Aorist -- αφεθείτε
Participle
Present
Perfect αφημένος, -η, -ο αφημένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist αφεθεί
Enkele voorbeelden met «αφήνομαι»:
ελληνικά αγγικά
Σου αφήνομαι να οδηγήσεις τη ζωή μου. I rely on you to guide my life.
Αφήνομαι στα χέρια σου. I place myself in your hands.
Εκπλήσσομαι που οι κυβερνήσεις αφήνονται να παρασυρθούν. I am surprised that the governments are being abandoned.
Δεχόταν την πίεση και την αφέθηκε. He accepted the pressure and let it go.

Verbs with the same conjugation as «αφήνομαι»

--
--