Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present ανήκω ανήκουμε, ανήκομε
ανήκεις ανήκετε
ανήκει ανήκουν(ε)
Imperfect ανήκα ανήκαμε
ανήκες ανήκατε
ανήκε ανήκαν(ε)
Aorist (simple past)
Perfect
Pluperfect
Future (continuous) θα ανήκω θα ανήκουμε, θα ανήκομε
θα ανήκεις θα ανήκετε
θα ανήκει θα ανήκουν
Future (simple)
Future Perfect
Subjunctive mood
Present να ανήκω να ανήκουμε, να ανήκομε
να ανήκεις να ανήκετε
να ανήκει να ανήκουν
Aorist
Perfect
Imperative mood
Present ανήκετε
Aorist
Participle
Present ανήκοντας
Imperfect
Infinitive
Aorist
Examples with «ανήκω»
ελληνικά αγγλικά
Ανήκουμε στην Eυρώπη. We belong to Europe.
Αυτό ανήκει στο ποδήλατο. That belongs to the bicycle.
Αυτά τα προβλήματα ανήκουν στο παρελθόν. These problems belong to the past.
Ανήκε κι αυτός στην ίδια οργάνωση. He was also a part of that organisation
Δεν είχε ποτέ στη ζωή της κάτι που να της ανήκε. She never had anything in her life that was hers.