Tenses - Moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present αρνούμαι αρνούμαστε
αρνείσαι αρνείστε
αρνείται αρνούνται
Imperfect αρνούμουν αρνούμαστε
-- --
αρνούνταν, αρνείτο αρνούνταν, αρνούντο
Aorist αρνήθηκα αρνηθήκαμε
αρνήθηκες αρνηθήκατε
αρνήθηκε αρνήθηκαν, αρνηθήκαν(ε)
Perfect έχω αρνηθεί έχουμε αρνηθεί
έχεις αρνηθεί έχουμε αρνηθεί
έχει αρνηθεί έχουν αρνηθεί
Pluperfect είχα αρνηθεί είχαμε αρνηθεί
είχες αρνηθεί είχατε αρνηθεί
είχε αρνηθεί είχαν(ε) αρνηθεί
Future (continuous) θα αρνούμαι θα αρνούμαστε
θα αρνείσαι θα αρνείστε
θα αρνείται θα αρνούνται
Future (simple) θα αρνηθώ θα αρνηθούμε
θα αρνηθείς θα αρνηθείτε
θα αρνηθεί θα αρνηθούν(ε)
Future perfect θα έχω αρνηθεί θα έχουμε αρνηθεί
θα έχεις αρνηθεί θα έχετε αρνηθεί
θα έχει αρνηθεί θα έχουν αρνηθεί
Subjunctive mood
Present να αρνούμαι να αρνούμαστε
να αρνείσαι να αρνείστε
να αρνείται να αρνούνται
Aorist να αρνηθώ να αρνηθούμε
να αρνηθείς να αρνηθείτε
να αρνηθεί να αρνηθούν(ε)
Perfect να έχω αρνηθεί να έχουμε αρνηθεί
να έχεις αρνηθεί να έχετε αρνηθεί
να έχει αρνηθεί να έχουν αρνηθεί
Imperative mood
Present -- αρνείστε
Aorist αρνήσου αρνηθείτε
Participle
Present --
Perfect -- --
Infinitive
Aorist αρνηθεί
Examples with «αρνούμαι»:
ελληνικά αγγλικά
Δεν μου είπες ότι αρνήθηκε τα λεφτά. Je hebt me niet verteld dat hij het geld weigerde.
Εσείς μου είπατε να μην αρνούμαι τις απολαύσεις του. Jullie zeiden me zijn genoegens niet af te wijzen.
Αρνήθηκα αλλά επέμεινε να πιούμε ακόμη μια μπύρα. Ik weigerde maar hij stond erop nog een biertje te drinken.
Θα αρνηθώ ότι αυτή η κουβέντα έγινε ποτέ. Ik zal ontkennen dat deze conversatie ooit plaats vond.
Verbs with the same conjugation as αρνούμαι»:
- απειλούμαι * to be threatened
- απολογούμαι to defend, apologize
- ασχολούμαι to keep busy
- διηγούμαι to relate, tell
- ευχαριστούμαι * to thank
- ζυζητούμαι * to discuss
- περιφρονούμαι * to contemopt, despise
-συγχωρούμαι * to be sorry, excuse, forgive
- τοποθετούμαι * to put, place
- φιλοτιμούμαι to be proud, be dignified

* These passive verbs have active forms.