Tenses - Moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present δεξιωνόμαστε δεξιωνόμαστε
δεξιώνεσαι δεξιώνεστε, δεξιωνόσαστε
δεξιώνεται δεξιώνεται
Imperfect δεξιωνόμουν(α) δεξιωνόμαστε, δεξιωνόμασταν
δεξιωνόσουν(α) δεξιωνόσαστε, δεξιωνόσασταν
δεξιωνόταν(ε) δεξιώνονταν, δεξιωνόντανε, δεξιωνόντουσαν
Aorist δεξιώθηκα δεξιωθήκαμε
δεξιώθηκες δεξιωθήκατε
δεξιώθηκε δεξιώθηκαν, δεξιωθήκαν(ε)
Perfect έχω δεξιωθεί έχουμε δεξιωθεί
έχεις δεξιωθεί έχετε δεξιωθεί
έχει δεξιωθεί έχουν δεξιωθεί
Pluperfect είχα δεξιωθεί είχαμε δεξιωθεί
είχες δεξιωθεί είχατε δεξιωθεί
είχε δεξιωθεί είχαν δεξιωθεί
Future (continuous) θα δεξιώνομαι θα δεξιωνόμαστε
θα δεξιώνεσαι θα δεξιώνεστε, να δεξιωνόσαστε
θα δεξιώνεται θα δεξιώνονται
Future (simple) θα δεξιωθώ θα δεξιωθούμε
θα δεξιωθείς θα δεξιωθείτε
θα δεξιωθεί θα δεξιωθούν(ε)
Furure perfect θα έχω δεξιωθεί θα έχουμε δεξιωθεί
θα έχεις δεξιωθεί θα έχετε δεξιωθεί
θα έχει δεξιωθεί θα έχουν δεξιωθεί
Subjunctive mood
Present να δεξιώνομαι να δεξιωνόμαστε
να δεξιώνεσαι να δεξιώνεστε, να δεξιωνόσαστε
να δεξιώνεται να δεξιώνονται
Aorist να δεξιωθώ να δεξιωθούμε
να δεξιωθείς να δεξιωθείτε
να δεξιωθεί να δεξιωθούν(ε)
Perfect να έχω δεξιωθεί να έχουμε δεξιωθεί
να έχεις δεξιωθεί να έχετε δεξιωθεί
να έχει δεξιωθεί να έχουν δεξιωθεί
Imperative mood
Present -- δεξιώνεστε
Aorist δεξιώσου δεξιωθείτε
Participle --
Present
Perfect -- --
Infinitive
Aorist δεξιωθεί
Examples with «δεξιώνομαι»
ελληνικά αγγλικά
Με συγχωρείς, αλλά δεξιώνομαι τον κόσμο. Sorry, but I am entertaining the people.
Δεν πρέπει να δεξιώνονται όλοι οι άνθρωποι. Not all people should be entertained.
Θα το δεξιωθεί το βράδυ του Σαββάτου. It will be celebrated on Saturday evening.
Πώς θα δεξιωνόμαστε τους υπαλλήλους μας; How will we welcome our employees?
Verbs with the same conjugation as «δεξιώνομαι»: