Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present γελάω, γελώ γελάμε, γελούμε
γελάς γελάτε
γελάει, γελά γελάν(ε), γελούν(ε)
Imperfect γελούσα, γέλαγα γελούσαμε, γελάγαμε
γελούσες, γέλαγες γελούσατε, γελάγατε
γελούσε, γέλαγε γελούσαν(ε), γέλαγαν, γελάγανε
Aorist (simple past) γέλασα γελάσαμε
γέλασες γελάσατε
γέλασε γέλασαν, γελάσαν(ε)
Perfect έχω γελάσει, έχω γελασμένο έχουμε γελάσει, έχουμε γελασμένο
έχεις γελάσει, έχεις γελασμένο έχετε γελάσει, έχετε γελασμένο
έχει γελάσει, έχει γελασμένο έχουν γελάσει, έχουν γελασμένο
Pluperfect είχα γελάσει, είχα γελασμένο είχαμε γελάσει, είχαμε γελασμένο
είχες γελάσει, είχες γελασμένο είχατε γελάσει, είχατε γελασμένο
είχε γελάσει, είχε γελασμένο είχαν γελάσει, είχαν γελασμένο
Future (continuous) θα γελάω, θα γελώ θα γελάμε, θα γελούμε
θα γελάς θα γελάτε
θα γελάει, θα γελά θα γελάν(ε), θα γελούν(ε)
Future (simple) θα γελάσω θα γελάσουμε, θα γελάσομε
θα γελάσεις θα γελάσετε
θα γελάσει θα γελάσουν(ε)
Future Perfect θα έχω γελάσει,
θα έχω γελασμένο
θα έχουμε γελάσει,
θα έχουμε γελασμένο
θα έχεις γελάσει,
θα έχεις γελασμένο
θα έχετε γελάσει,
θα έχετε γελασμένο
θα έχει γελάσει,
θα έχει γελασμένο
θα έχουν γελάσει,
θα έχουν γελασμένο
Subjunctive Mood
Present να γελάω, να γελώ να γελάμε, να γελούμε
να γελάς να γελάτε
να γελάει, να γελά να γελάν(ε), να γελούν(ε)
Aorist να γελάσω να γελάσουμε, να γελάσομε
να γελάσεις να γελάσετε
να γελάσει να γελάσουν(ε)
Perfect να έχω γελάσει,
να έχω γελασμένο
να έχουμε γελάσει,
να έχουμε γελασμένο
να έχεις γελάσει,
να έχεις γελασμένο
να έχετε γελάσει,
να έχεις γελασμένο
να έχει γελάσει,
να έχει γελασμένο
να έχουν γελάσει,
να έχουν γελασμένο
Imperative Mood
Present γέλα, γέλαγε γελάτε
Aorist γέλασε, γέλα γελάστε
Deelwoord
Present γελώντας
Perfect έχοντας γελάσει, έχοντας γελασμένο
Infinitive
Aorisus γελάσει
Examples with «γελάω, γελώ»:
ελληνικά αγγλικά
Ήθελα πολύ να γελάσω αλλά κρατήθηκα. I wanted to laugh but restrained myself.
H τύχη γέλασε στο Γιώργο. Good fortune smiled to Georg.
Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος. He who laughs last, laughs best.
Γέλασαν με όλα του τα αστεία. They laughed at all his jokes.
Verbs with the same conjugation as «γελάω, γελώ»:
- αποσπάω ** to distract, detract, detach
- γερν -άω, -ώ * to age, grow old
- διασπάω ** to break through, disrupt, rupture
- διψ -άω, -ώ * to be thirsty
- επιδράω * to affect, impact, act
- κερν -άω, -ώ to treat
- κρεμ -άω, -ώ to hook, string, hang
- ξεχν -άω, -ώ to forget
- πειν -άω, -ώ * to be hungry
- περν -άω, -ώ to cross, go through, pierce, thread
- προσπερν -άω, -ώ * to clear (pass by), cruise
- σχολάω * to fire, dismiss
- χαλ -άω, -ώ * to break, ruin, spoil
- χαμογελ -άω, -ώ * to smile, grin
- χασκογελ -άω, -ώ * to giggle
- .

*These active verbs have no passive voices.

With ** marked active verbs «αποσπάω» en «διασπάω» also have the second active voices «αποσπώ» and «διασπώ», conjugated as «ανακλώ».

Tenses - moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present γελιέμαι γελιόμαστε
γελιέσαι γελιέστε, γελιόσαστε
γελιέται γελιούνται, γελιόνται
Imperfect γελιόμουν(α) γελιόμαστε, γελιόμασταν
γελιόσουν(α) γελιόσαστε, γελιόσασταν
γελιόταν(ε) γελιόνταν(ε), γελιούνταν, γελιόντουσαν
Aorist (simple past) γελάστηκα γελαστήκαμε
γελάστηκες γελαστήκατε
γελάστηκε γελάστηκαν, γελαστήκαν(ε)
Perfect έχω γελαστεί,
είμαι γελασμένος, -η
έχουμε γελαστεί,
είμαστε γελασμένοι, -ες
έχεις γελαστεί,
είσαι γελασμένος, -η
έχετε γελαστεί,
είστε γελασμένοι, -ες
έχει γελαστεί,
είναι γελασμένος, -η, -ο
έχουν γελαστεί,
είναι γελασμένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα γελαστεί,
ήμουν γελασμένος, -η
είχαμε γελαστεί,
ήμαστε γελασμένοι, -ες
είχες γελαστεί,
ήσουν γελασμένος, -η
είχατε γελαστεί,
ήσαστε γελασμένοι, -ες
είχε γελαστεί,
ήταν γελασμένος, -η, -ο
είχαν γελαστεί,
ήταν γελασμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα γελάστηκαν, γελαστήκαν(ε) θα γελιόμαστε
θα γελιέσαι θα γελιέστε, θα γελιόσαστε
θα γελιέται θα γελιούνται, θα γελιόνται
Future (simple) θα γελαστώ θα γελαστούμε
θα γελαστείς θα γελαστείτε
θα γελαστεί θα γελαστούν(ε)
Future Perfect θα έχω γελαστεί,
θα είμαι γελασμένος, -η
θα έχουμε γελαστεί,
θα είμαστε γελασμένοι, -ες
θα έχεις γελαστεί,
θα είσαι γελασμένος, -η
θα έχετε γελαστεί,
θα είστε γελασμένοι, -ες
θα έχει γελαστεί,
θα είναι γελασμένος, -η, -ο
θα έχουν γελαστεί,
θα είναι γελασμένοι, -ες, -α
Subjunctive Mood
Present να γελάστηκαν, γελαστήκαν(ε) να γελιόμαστε
να γελιέσαι να γελιέστε, να γελιόσαστε
να γελιέται να γελιούνται, να γελιόνται
Aorist να γελαστώ να γελαστούμε
να γελαστείς να γελαστείτε
να γελαστεί να γελαστούν(ε)
Perfect να έχω γελαστεί,
να είμαι γελασμένος, -η
να έχουμε γελαστεί,
να είμαστε γελασμένοι, -ες
να έχεις γελαστεί,
να είσαι γελασμένος, -η
να έχετε γελαστεί,
να είστε γελασμένοι, -η
να έχει γελαστεί,
να είναι γελασμένος, -η, -ο
να έχουν γελαστεί,
να είναι γελασμένοι, -ες, -α
Imperative Mood
Present -- γελαστείτε
Aorist γελάσου γελαστείτε
Participle
Present --
Perfect γελασμένος, -η, -ο γελασμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorists γελαστεί
Examples with «γελιέμαι»:
ελληνικά αγγλικά
Γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε καλύψω. You are mistaken when you think I'm going to protect you.
Bγήκα γελασμένος στους υπολογισμούς μου. I made a mistake in my calculations.
Εγώ γελάστηκα τελικά. Eventually I was misled.
Όποιος νομίζει ότι ήρθε η ώρα της αναμέτρησης είναι πιθανό να γελαστεί. Anyone who thinks that the time of reckoning has come, likely is mistaken.
Verbs with the same conjugation as «γελιέμαι»
- κεριέμαι to be treated, paid for
- καταριέμαι * to damn, curse
- κρεμιέμαι to be hanged
- ξεχνιέμαι to be scattered, be disordered, be sunk in thoughts
- περνιέμαι to pass through, drop by, pass for

* This passive vebs has no active voice.