Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present τιμάω, τιμώ τιμάμε, τιμούμε
τιμάς τιμάτε
τιμάει, τιμά τιμάν(ε), τιμούν(ε)
Imperfect τιμούσα τιμούσαμε
τιμούσες τιμούσατε
τιμούσε τιμούσαν(ε)
Aorist (simple past) τίμησα τιμήσαμε
τίμησες τιμήσατε
τίμησε τίμησαν, τιμήσαν(ε)
Perfect έχω τιμήσει, έχω τιμημένο έχουμε τιμήσει, έχουμε τιμημένο
έχεις τιμήσει, έχεις τιμημένο έχετε τιμήσει, έχετε τιμημένο
έχει τιμήσει, έχει τιμημένο έχουν τιμήσει, έχουν τιμημένο
Pluperfect είχα τιμήσει, είχα τιμημένο είχαμε τιμήσει, είχαμε τιμημένο
είχες τιμήσει,είχες τιμημένο είχατε τιμήσει, είχατε τιμημένο
είχε τιμήσει, είχε τιμημένο είχαν τιμήσει, είχαν τιμημένο
Future (continuous) θα τιμάω, θα τιμώ θα τιμάμε, θα τιμούμε
θα τιμάς θα τιμάτε
θα τιμάει, θα τιμά θα τιμάν(ε), θα τιμούν(ε)
Future (simple) θα τιμήσω θα τιμήσουμε, θα τιμήσομε
θα τιμήσεις θα τιμήσετε
θα τιμήσει θα τιμήσουν(ε)
Future Perfect θα έχω τιμήσει, θα έχω τιμημένο θα έχουμε τιμήσει, θα έχουμε τιμημένο
θα έχεις τιμήσει, θα έχεις τιμημένο θα έχετε τιμήσει, θα έχετε τιμημένο
θα έχει τιμήσει, θα έχει τιμημένο θα έχουν τιμήσει, θα έχουν τιμημένο
Subjunctive mood
Present να τιμάω, να τιμώ να τιμάμε, να τιμούμε
να τιμάς να τιμάτε
να τιμάει, να τιμά να τιμάν(ε), να τιμούν(ε)
Aoristus να τιμήσω να τιμήσουμε, να τιμήσομε
να τιμήσεις να τιμήσετε
να τιμήσει να τιμήσουν(ε)
Perfect να έχω τιμήσει, να έχω τιμημένο να έχουμε τιμήσει, να έχουμε τιμημένο
να έχεις τιμήσει, να έχεις τιμημένο να έχετε τιμήσει, να έχεις τιμημένο
να έχει τιμήσει, να έχει τιμημένο να έχουν τιμήσει, να έχουν τιμημένο
Imperative mood
Present τίμα τιμάτε
Aorist τίμησε, τίμα τιμήστε
Participle
Present τιμώντας
Perfect έχοντας τιμήσει
Infinitive
Aorist τιμήσει
Examples with«τιμάω, τιmώ»:
ελληνικά αγγικά
Tίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Honour your father and your mother.
H ειλικρίνειά του τον τιμά His sincerity is very much to his credit.
Τιμάμε τα φαγητά της. We honour her dishes.

Verbs with the same conjugation as «τιμάω, τιmώ»

Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present τιμώμαι τιμόμαστε, τιμώμεθα
τιμάσαι τιμάστε, τιμάσθε
τιμάται τιμώνται
Imperfect -- --
-- --
-- --
Aorist (simple past) τιμήθηκα τιμηθήκαμε
τιμήθηκες τιμηθήκατε
τιμήθηκε τιμήθηκαν, τιμηθήκαν(ε)
Perfect έχω τιμηθεί έχουμε τιμηθεί
έχεις τιμηθεί έχετε τιμηθεί
έχει τιμηθεί έχουν τιμηθεί
Pluperfect είχα τιμηθεί είχαμε τιμηθεί
είχες τιμηθεί είχατε τιμηθεί
είχε τιμηθεί είχαν τιμηθεί
Future (continuous) θα τιμώμαι θα τιμόμαστε, θα τιμώμεθα
θα τιμάσαι θα τιμάστε, θα τιμάσθε
θα τιμάται θα τιμώνται
Future (simple) θα τιμηθώ θα τιμηθούμε
θα τιμηθείς θα τιμηθείτε
θα τιμηθεί θα τιμηθούν(ε)
Future Perfect θα έχω τιμηθεί θα έχουμε τιμηθεί
θα έχεις τιμηθεί θα έχετε τιμηθεί
θα έχει τιμηθεί θα έχουν τιμηθεί
Subjunctive mood
Present να τιμώμαι να τιμόμαστε, να τιμώμεθα
να τιμάσαι να τιμάστε, να τιμάσθε
να τιμάται να τιμώνται
Aorist να τιμηθώ να τιμηθούμε
να τιμηθείς να τιμηθείτε
να τιμηθεί να τιμηθούν(ε)
Perfect να έχω τιμηθεί να έχουμε τιμηθεί
να έχεις τιμηθεί να έχετε τιμηθεί
να έχει τιμηθεί να έχουν τιμηθεί
Subjunctive mood
Present -- τιμάστε, τιμάσθε
Aorist τιμήσου τιμηθείτε
Participle
Present --
Perfectd τιμημένος, -η, -ο τιμημένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist τιμηθεί
Examples with «τιμώμαι»:
ελληνικά αγγικά
Στις εθνικές γιορτές τιμώνται οι νεκροί των πολέμων. On national holidays the dead of wars are honoured.
Tιμήθηκε η μνήμη ενός αγίου χθες. The memory of a saint was commemorated yesterday.
Tο βιβλίο τιμάται* εκατό ευρώ. The book costs* hundred euros.

* «τιμώμαι» also means to cost.

Verbs with the same conjugation as «τιμώμαι»:
- ανακτώμαι terugwinnen
- αποπλανώμαι misleid worden
- διερευνώμαι onderzocht worden
- εγγυώμαι * zich borg stellen, waarborgen
- επικολλώμαι opplakken
- επιτιμώμαι berispt worden
- ερωτώμαι to be enquired
- ηττώμαι * to be defeated
- κατανικώμαι to overpower
- προσαρτώμαι to be annexed, be appended
- προσδικώμαι to have expectations
- προσκολλώμαι * to cling (to), adhere, latsch on

* These passive forms don't have active voices.