meta name="keywords" content="modern greek on line, modern greek grammar, modern greek verb conjugation" />
Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present διευρύνω διευρύνουμε, διευρύνομε
διευρύνεις διευρύνεις
διευρύνει διευρύνουν(ε)
Imperfect διεύρυνα διευρύναμε
διεύρυνες διευρύνατε
διεύρυνε διεύρυναν, διευρύναν(ε)
Aorist διεύρυνα διευρύναμε
διεύρυνες διευρύνατε
διεύρυνε διεύρυναν, διευρύναν(ε)
Perfect έχω διευρύνει, έχω διευρυμένο έχουμε διευρύνει, έχουμε διευρυμένο
έχεις διευρύνει, έχεις διευρυμένο έχετε διευρύνει, έχετε διευρυμένο
έχει διευρύνει, έχει διευρυμένο έχουν διευρύνει, έχουν διευρυμένο
Pluperfect είχα διευρύνει, είχα διευρυμένο είχαμε διευρύνει, είχαμε διευρυμένο
είχες διευρύνει, είχες διευρυμένο είχατε διευρύνει, είχατε διευρυμένο
είχε διευρύνει, είχε διευρυμένο είχαν διευρύνει, είχαν διευρυμένο
Future (simple) θα διευρύνω θα διευρύνουμε, θα διευρύνομε
θα διευρύνεις θα διευρύνετε
θα διευρύνει θα διευρύνουν
Future (continuous) θα διευρύνω θα διευρύνουμε, θα διευρύνομε
θα διευρύνεις θα διευρύνετε
θα διευρύνει θα διευρύνουν(ε)
Future perfect θα έχω διευρύνει,
θα έχω διευρυμένο
θα έχουμε διευρύνει,
θα έχουμε διευρυμένο
θα έχεις διευρύνει,
θα έχεις διευρυμένο
θα έχετε διευρύνει,
θα έχετε διευρυμένο
θα έχει διευρύνει,
θα έχει διευρυμένο
θα έχουν διευρύνει,
θα έχουν διευρυμένο
Subjunctive mood
Present να διευρύνω να διευρύνουμε, να διευρύνομε
να διευρύνεις να διευρύνετε
να διευρύνει να διευρύνουν(ε)
Aorist να διευρύνω να διευρύνουμε, να διευρύνομε
να διευρύνεις να διευρύνετε
να διευρύνει να διευρύνουν(ε)
Perfect να έχω διευρύνει,
να έχω διευρυμένο
να έχουμε διευρύνει,
να έχουμε διευρυμένο
να έχεις διευρύνει,
να έχεις διευρυμένο
να έχετε διευρύνει,
να έχετε διευρυμένο
να έχει διευρύνει,
να έχει διευρυμένο
να έχουν διευρύνει,
να έχουν διευρυμένο
Imperative mood
Present διεύρυνε διευρύνετε
Aorist διεύρυνε διευρύνετε
Participle
Present διευρύνοντας
Perfect έχοντας διευρύνει, έχοντας διευρυμένο
Infinitive
Aorist διευρύνει
Examples with «διευρύνω»:
ελληνικά αγγλικά
Πρέπει να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας. We have to broaden our horizons.
Έχουμε διευρύνει το πεδίο του διαλόγου του. We have broadened the scope of his dialogue.
Σκοπεύουμε σύντομα να διευρύνουμε τον κύκλο των συνεργατών μας. We soon intend to broaden the circle of our associates.
Διευρύνετε τους ορίζοντές σας και θέλετε να μάθετε. You are expanding your horizons and want to learn.

Verbs with the same conjugation as «διευρύνω»

- απευθύνω to deliver, address
- αποθαρρύνω to discourage
- απομακρύνω to move away, remove
- βαρύνω to burden, make heavy
- βραδύνω to slow down, be delayed
- διευθύνω to manage, run
- διευκολύνω to facilitate, ease
- ενθαρρύνω to encourage
- ευκολύνω to ease, help out, make easier
- ευρύνω to broaden, widen
- καταπραΰνω to relieve, ease, control
- κατευθύνω to drive, steer, fly
- μολύνω to pollute, infect
- τραχύνω to make rough
Abovementioned active verbs all have passive voices.
Tenses - Moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present διευρύνομαι διευρυνόμαστε
διευρύνεσαι διευρύνεστε, διευρυνόσαστε
διευρύνεται διευρύνονται
Imperfect διευρυνόμουν(α) διευρυνόμαστε, διευρυνόμασταν
διευρυνόσουν(α) διευρυνόσαστε, διευρυνόσασταν
διευρυνόταν(ε) διευρύνονταν, διευρυνόντανε, διευρυνόντουσαν
Aorist διευρύνθηκα διευρυνθήκαμε
διευρύνθηκες διευρυνθήκατε
διευρύνθηκε διευρύνθηκαν, διευρυνθήκαν(ε
Perfect έχω διευρυνθεί,
είμαι διευρυμένος, -η
έχουμε διευρυνθεί,
είμαστε διευρυμένοι, -ες
έχεις διευρυνθεί,
είσαι διευρυμένος, -η
έχετε διευρυνθεί,
είστε διευρυμένοι, -ες
έχει διευρυνθεί,
είναι διευρυμένος, -η, -ο
έχουν διευρυνθεί,
είναι διευρυμένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα διευρυνθεί,
ήμουν διευρυμένος, -η
είχαμε διευρυνθεί,
ήμαστε διευρυμένοι, -ες
είχες διευρυνθεί,
ήσουν διευρυμένος, -η
είχατε διευρυνθεί,
ήσαστε διευρυμένοι, -ες
είχε διευρυνθεί,
ήταν διευρυμένος, -η, -ο
είχαν διευρυνθεί,
ήταν διευρυμένοι, -ες, -α
Future (simple) θα διευρύνομαι θα διευρυνόμαστε
θα διευρύνεσαι θαδιευρύνεστε, θα διευρυνόσαστε
θα διευρύνεται θα διευρύνονται
Future (continuous) θα διευρυνθώ θα διευρυνθούμε
θα διευρυνθείς θα διευρυνθείτε
θα διευρυνθεί θα διευρυνθούν(ε)
Future perfect θα έχω διευρυνθεί,
θα είμαι διευρυμένος, -η
θα έχουμε διευρυνθεί,
θα είμαστε διευρυμένοι,-ες
θα έχεις διευρυνθεί,
θα είσαι διευρυμένος, -η
θα έχετε διευρυνθεί,
θα είστε διευρυμένοι, -ες
θα έχει διευρυνθεί,
θα είναι διευρυμένος, -η, -ο
θα έχουν διευρυνθεί,
θα είναι διευρυμένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Present να διευρύνομαιι να διευρυνόμαστε
να διευρύνεσαι να διευρύνεστε, να διευρυνόσαστε
να διευρύνεται να διευρύνονται
Aorist να διευρυνθώ να διευρυνθούμε
να διευρυνθείς να διευρυνθείτε
να διευρυνθεί να διευρυνθούν(ε)
Perfect να έχω διευρυνθεί,
να είμαι διευρυμένος, -η
να έχουμε διευρυνθεί,
να είμαστε διευρυμένοι,-ες
να έχεις διευρυνθεί,
να είσαι διευρυμένος, -η
να έχετε διευρυνθεί,
να είστε διευρυμένοι, -η
να έχει διευρυνθεί,
να είναι διευρυμένος, -η, -ο
να έχουν διευρυνθεί,
να είναι διευρυμένοι, -ες, -α
Imperative mood
Present -- διευρύνεστεε
Aorist διευρύνσου διευρυνθείτε
Participle
Present
Perfect διευρυμένος, -η, -ο διευρυμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aorist διευρυνθεί
Examples with «διευρύνομαι»:
ελληνικά αγγλικά
Η συμμετοχή στον διαγωνισμό θα διευρυνθεί. Participation in the competition will be expanded.
Αυτή την αλυσίδα παραγωγής θα διευρύνεται σε επίπεδο δήμων. This production chain will be expanded at municipal level.
Αντί να διευρυνόμαστε έχουμε τάσεις αποσυσπείρωσης. Instead of expanding, we have disruptive tendencies.
Θα πρέπει να διευρυνθεί η απαγόρευση. The ban should be broadened.

Verbs with the same conjugation as «διευρύνομαι»

- αμύνομαι to defend, fight back
- απευθύνομαι to address, write to, apply to
- αποθαρρύνομαι to be discouraged
- απομακρύνομαι to move away, back off, fend off
- βαρύνομαι to be charged, be accused
- δασύνομαι * to aspirate (rough)ruw
- διευθύνομαι to be managed, be directed
- διευκολύνομαι to be facilitated
- ενθαρρύνομαι to be encouraged
- ευθύνομαι * to be resposible
- ευκολύνομαι to be able to afford
- ευρύνομαι to be widened
- καταπραΰνομαι to be relieved, be eased
- κατευθύνομαι to head for, be bound for
- μολύνομαι to be infected
- τραχύνομαι to roughen
* These verbs don't have active voices and only the present tenses and the imperfect tenses are used.