Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present αλέθω αλέθουμε, αλέθομε
αλέθεις αλέθετε
αλέθει αλέθουν(ε)
Imperfect άλεθα αλέθαμε
άλεθες αλέθατε
άλεθε άλεθαν, αλέθαν(ε)
Aorist (simple past) άλεσα αλέσαμε
άλεσες αλέσατε
άλεσε άλεσαν, αλέσαν(ε)
Perfect έχω αλέσει, έχω αλεσμένο έχουμε αλέσει, έχουμε αλεσμένο
έχεις αλέσει, έχεις αλεσμένο έχετε αλέσει, έχετε αλεσμένο
έχει αλέσει, έχει αλεσμένο έχουν αλέσει, έχουν αλεσμένο
Pluperfect είχα αλέσει, είχα αλεσμένο είχαμε αλέσει, είχαμε αλεσμένο
είχες αλέσει, είχες αλεσμένο είχατε αλέσει, είχατε αλεσμένο
είχε αλέσει, είχε αλεσμένο είχαν αλέσει, είχαν αλεσμένο
Future (continuous) θα αλέθω θα αλέθουμε, θα αλέθομε
θα αλέθεις θα αλέθετε
θα αλέθει θα αλέθουν(ε)
Future (simple) θα αλέσω θα αλέσουμε, θα αλέσομε
θα αλέσεις θα αλέσετε
θα αλέσει θα αλέσουν(ε)
Future Perfect θα έχω αλέσει, θα έχω αλεσμένο θα έχουμε αλέσει, θα έχουμε αλεσμένο
θα έχεις αλέσει, θα έχεις αλεσμένο θα έχετε αλέσει, θα έχετε αλεσμένο
θα έχει αλέσει, θα έχει αλεσμένο θα έχουν αλέσει, θα έχουν αλεσμένο
Subjunctive mood
Present να αλέθω να αλέθουμε, να αλέθομε
να αλέθεις να αλέθετε
να αλέθει να αλέθουν(ε)
Aorist να αλέσω να αλέσουμε, να αλέσομε
να αλέσεις να αλέσετε
να αλέσει να αλέσουν(ε)
Perfect να έχω αλέσει, να έχω αλεσμένο να έχουμε αλέσει, να έχουμε αλεσμένο
να έχεις αλέσει, να έχεις αλεσμένο να έχετε αλέσει, να έχετε αλεσμένο
να έχει αλέσει, να έχει αλεσμένο να έχουν αλέσει, να έχουν αλεσμένο
Imperative mood
Present αλέθε αλέθετε
Aorist αλέσε αλέστε
Participle
Present αλέθοντας
Perfect έχοντας αλέσει, έχοντας αλεσμένο
Infinitive
Aorist αλέσει
Examples with «αλέθω»:
ελληνικά αγγλικά
Ο καλός μύλος αλέθει και κριθάρι και σιτάρι. A good mill also grinds wheat and barley.
Πηγαίνουν στο μύλο, για να αλέσουν σιτάρι και καλαμπόκι. They go to the mill to grind grain and maize.
Γύρνα τη μυλόπετρα για ν'αλέσει το αλεύρι! Turn the grinding stone to grind the flour!
Verbs with the same conjugation as «αλέθω»:
- νιώθω to feel
- πείθω to convince, talk into, determine, persuade
- πλάθω to conjure up, make, mold, mould, create
Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present αλέθομαι αλεθόμαστε
αλέθεσαι αλέθεστε, αλεθόσαστε
αλέθεται αλέθονται
Imperfect αλεθόμουν(α) αλεθόμαστε, αλεθόμαστανν
αλεθόσουν(α) αλεθόσαστε, αλεθόσασταν
αλεθόταν αλέθονταν, αλεθόντανε, αλεθόντουσαν
Aorist (simple past) αλέστηκα αλεστήκαμε
αλέστηκες αλεστήκατε
αλέστηκε αλέστηκαν, αλεστήκαν(ε)
Perfect έχω αλεστεί, είμαι αλεσμένος, -η έχουμε αλεστεί, είμαστε αλεσμένοι, -ες
έχεις αλεστεί, είσαι αλεσμένος, -η έχετε αλεστεί, >είστε αλεσμένοι, -ες
έχει αλεστεί, είναι αλεσμένος, -η, -ο έχουν αλεστεί, είναι αλεσμένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα αλεστεί, ήμουν αλεσμένος, -η είχαμε αλεστεί, ήμαστε αλεσμένοι, -ες
είχες αλεστεί, ήσουν αλεσμένος, -η είχατε αλεστεί, ήσαστε αλεσμένοι, -ες
είχε αλεστεί, ήταν αλεσμένος, -η, -ο είχαν αλεστεί, ήταν αλεσμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα αλέθομαι θα αλεθόμαστε
θα αλέθεσαι θα αλέθεστε, θα αλεθόσαστε
θα αλέθεται θα αλέθονται
Future (simple) θα αλεστώ θα αλεστούμε
θα αλεστείς θα αλεστείτε
θα αλεστεί θα αλεστούν(ε)
Future Perfect θα έχω αλεστεί, θα είμαι αλεσμένος, -η θα έχουμε αλεστεί, θα είμαστε αλεσμένοι, -ες
θα έχεις αλεστεί, θα είσαι αλεσμένος, -η θα έχετε αλεστεί, θα είστε αλεσμένοι, -ες
θα έχει αλεστεί, θα είναι αλεσμένος, -η, -ο θα έχουν αλεστεί, θα είναι αλεσμένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Present να αλέθομαι να αλεθόμαστε
να αλέθεσαι να αλέθεστε, να αλεθόσαστε
να αλέθεται να αλέθονται
Aorist να αλεστώ να αλεστούμε
να αλεστείς να αλεστείτε
να αλεστεί να αλεστούν(ε)
Perfect να έχω αλεστεί, να είμαι αλεσμένος, -η να έχουμε αλεστεί, να είμαστε αλεσμένοι, -ες
να έχεις αλεστεί, να είσαι αλεσμένος, -η να έχετε αλεστεί, να είστε αλεσμένοι, -ες
να έχει αλεστεί, να είναι αλεσμένος, -η, -ο να έχουν αλεστεί, να είναι αλεσμένοι, -ες, -α
Imperative mood
Present -- αλέθεστε
Aorist αλέσου αλεστείτε
Participle
Present --
Perfect αλεσμένος, -η, -ο αλεσμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist αλεστεί
Examples with «αλέθομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Tα μωρά τρέφονται με αλεσμένες τροφές. The babies are fed with grinded food.
Μετά το καβούρδισμα, ο αλεσμένος καφές φιλτράρεται διεξοδικά. After roasting, the powder (grinded) coffee filtered prolonged.
Οι βολβοί του ασφοδέλου και ξεραίνονται πρώτα και μετά αλέθονται. The daffodil bulbs are first dried and then milled.
Verbs with the same conjugation as «αλέθομαι»:
- πείθομαι to convince, talk into, determine, persuade
- πλάθομαι to conjure up, make, mold, mould