Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present σπουδάζω σπουδάζουμε, σπουδάζομε
σπουδάζεις σπουδάζετε
σπουδάζει σπουδάζουν(ε)
Imperfect σπούδαζα σπουδάζαμε
σπούδαζες σπουδάζατε
σπούδαζε σπούδαζαν, σπουδάζαν(ε)
Aorist (simple past) σπούδασα, σπούδηκα σπουδάσαμε
σπούδασες σπουδάσατε
σπούδασε σπούδασαν, σπουδάσαν(ε)
Perfect έχω σπουδάσει,
έχω σπουδασμένο
έχουμε σπουδάσει,
έχουμε σπουδασμένο
έχεις σπουδάσει,
έχεις σπουδασμένο
έχετε σπουδάσει,
έχετε σπουδασμένο
έχει σπουδάσει,
έχει σπουδασμένο
έχουν σπουδάσει,
έχουν σπουδασμένο
Pluperfect είχα σπουδάσει,
είχα σπουδασμένο
είχαμε σπουδάσει,
είχαμε σπουδασμένο
είχες σπουδάσει,
είχες σπουδασμένο
είχατε σπουδάσει,
είχατε σπουδασμένο
είχε σπουδάσει,
είχε σπουδασμένο
είχε σπουδάσει,
είχε σπουδασμένο
Future (continuous) θα σπουδάζω θα σπουδάζουμε, θα σπουδάζομε
θα σπουδάζεις θα σπουδάζετε
θα σπουδάζει θα σπουδάζουν(ε)
Future (simple) θα σπουδάσω θα σπουδάσουμε, θα σπουδάζομε
θα σπουδάσεις θα σπουδάσετε
θα σπουδάσει θα σπουδάσουν(ε)
Future Perfect θα έχω σπουδάσει,
θα έχω σπουδασμένο
θα έχουμε σπουδάσει,
θα έχουμε σπουδασμένο
θα έχεις σπουδάσει,
θα έχεις σπουδασμένο
θα έχετε σπουδάσει,
θα έχετε σπουδασμένο
θα έχει σπουδάσει,
θα έχει σπουδασμένο
θα έχουν σπουδάσει,
θα έχουν σπουδασμένο
Subjunctive Mood
Present να σπουδάζω να σπουδάζουμε, να σπουδάζομε
να σπουδάζεις να σπουδάζετε
να σπουδάζει να σπουδάζουν(ε)
Aorist να σπουδάσω να σπουδάσουμε, να σπουδάσομε
να σπουδάσεις να σπουδάσετε
να σπουδάσει να σπουδάσουν(ε)
Perfect να έχω σπουδάσει,
να έχω σπουδασμένο
να έχουμε σπουδάσει,
να έχουμε σπουδασμένο
να έχεις σπουδάσει,
να έχεις σπουδασμένο
να έχετε σπουδάσει,
να έχετε σπουδασμένο
να έχει σπουδάσει,
να έχει σπουδασμένο
να έχουν σπουδάσει,
να έχουν σπουδασμένο
Imperative Mood
Present σπούδαζε σπουδάζετε
Aorist σπούδασε σπουδάστε
Participle
Present σπουδάζοντας
Perfect έχοντας σπουδάσει, σπουδασμένος
Infinitive
Aorist σπουδάσει
Examples with «σπουδάζω»:
ελληνικά αγγλικά
Θέλω να σπουδάσω νομική. I want to study law.
Σπούδαζε να γίνει μηχανικός. He was educated to become a mechanic.
Σπουδάζει φυσική. Her major subject is physics.
Είναι ηλικιωμένος, έχει σπουδάσει τη ζωή. He is old he knows about life.
Σπούδασε μηχανικός στην Aγγλία. He studied to be an engineer in England.

Verbs with the same conjugation as «σπουδάζω»