Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present χορεύω χορεύουμε, χορεύομε
χορεύεις χορεύετε
χορεύει χορεύουν(ε)
Imperfect χόρευα χορεύαμε
χόρευες χορεύατε
χόρευε χόρευαν, χορεύαν(ε)
Aorist χόρεψα χορέψαμε
χόρεψες χορέψατε
χόρεψε χόρεψαν, χορέψαν(ε)
Perfect έχω χορέψει έχουμε χορέψει
έχεις χορέψει έχετε χορέψει
έχει χορέψει έχουν χορέψει
Pluperfect είχα χορέψει είχαμε χορέψει
είχες χορέψει είχατε χορέψει
είχε χορέψει είχαν χορέψει
Future (continuous) θα χορεύω θα χορεύουμε, θα χορεύομε
θα χορεύεις θα χορεύετε
θα χορεύει θα χορεύουν(ε)
Future (simple) θα χορέψω θα χορέψουμε, θα χορέψομε
θα χορέψεις θα χορέψετε
θα χορέψει θα χορέψουν(ε)
Future Perfect θα έχω χορέψει θα έχουμε χορέψει
θα έχεις χορέψει θα έχετε χορέψει
θα έχει χορέψει θα έχουν χορέψει
Subjunctive moods
Present να χορεύω να χορεύουμε, να χορεύομε
να χορεύεις να χορεύετε
να χορεύει να χορεύουν(ε)
Aorist να χορέψω να χορέψουμε, να χορέψομε
να χορέψεις να χορέψετε
να χορέψει να χορέψουν(ε)
Present να έχω χορέψει να έχουμε χορέψει
να έχεις χορέψει να έχετε χορέψει
να έχει χορέψει να έχουν χορέψει
Imperative Mood
Present χόρευε χορεύετε
Aorist χόρεψε χορεύετε
Participle
Present
Perfect έχοντας χορέψει
Infinitive
Aorist χορέψει
Examples with «χορεύω»:
ελληνικά αγγλικά
Δεν με χόρεψε κανείς χθες στοω πάρτι. Ik heb gisteren met niemand gedanst op het feestje.
Απλώς απολάμβαναν τη δυτική κουλτούρα πίνοντας αλκοόλ και χορεύοντας. They just enjoyed the western culture of drinking alcohol and dancing
Χορεύεις πολύ ωραία. You are dancing good.
Συνεχίστε να χορεύετε. Keep on dancing.
Verbs with the same conjugation as «χορεύω»

A passive voice of «χορεύω» exists, viz. «χορεύomai», of which only the 3rd persoon in the present tense, «χορεύετai» - there is dancing and the 3rd person singular in the imperfect, «χορευότανε» - there was dancing are used.