Present |
αποπειρώμαι |
αποπειρόμαστε, αποπειρώμεθα |
αποπειράσαι |
αποπειράστε, αποπειράσθε |
αποπειράται |
αποπειρώνται |
Imperfect |
-- |
-- |
-- |
-- |
απεπειράτο |
απεπειρώντο |
Aorist (simple past) |
αποπειράθηκα |
αποπειραθήκαμε |
αποπειράθηκες |
αποπειραθήκατε |
αποπειράθηκε |
αποπειράθηκαν, αποπειραθήκανε |
Perfect |
έχω αποπειραθεί |
έχουμε αποπειραθεί |
έχεις αποπειραθεί |
έχετε αποπειραθεί |
έχει αποπειραθεί |
έχουν αποπειραθεί |
Plusperfect |
είχα αποπειραθεί |
είχαμε αποπειραθεί |
είχες αποπειραθεί |
είχατε αποπειραθεί |
είχε αποπειραθεί |
είχαν αποπειραθεί |
Future (continuous) |
θα αποπειρώμαι |
θα αποπειρόμαστε, θα αποπειρώμεθα |
θα αποπειρώμαι |
θα αποπειράστε, θα αποπειράσθε |
θα αποπειράται |
θα αποπειρώνται |
Future (simple) |
θα αποπειραθώ |
θα αποπειραθούμε |
θα αποπειραθείς |
θα αποπειραθείτε |
θα αποπειραθεί |
θα αποπειραθούν(ε) |
Future Perfect |
θα έχω αποπειραθεί |
θα έχουμε αποπειραθεί |
θα έχεις αποπειραθεί |
θα έχετε αποπειραθεί |
θα έχει αποπειραθεί |
θα έχουν αποπειραθεί |
Subjunctive Mood |
|
Present |
να αποπειρώμαι |
να αποπειρόμαστε, να αποπειρώμεθα |
να αποπειράσαι |
να αποπειράστε, να αποπειράσθε |
να αποπειράται |
να αποπειρώνται |
Aorist |
να αποπειραθώ |
να αποπειραθούμε |
να αποπειραθείς |
να αποπειραθείτε |
να αποπειραθεί |
να αποπειραθούν(ε) |
Perfect |
να έχω αποπειραθεί |
να έχουμε αποπειραθεί |
να έχεις αποπειραθεί |
να έχετε αποπειραθεί |
να έχει αποπειραθεί |
να έχουν αποπειραθεί |
Imperative Mood |
|
Present |
-- |
-- |
Aorist |
-- |
αποπειραθείτε |
Participle |
|
Present |
-- |
Perfect |
-- |
αποπειρώμενος |
Infinitive |
|
Aorist |
αποπειραθεί |