Tenses - moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Onvoltooid tegenwoordige tijd εκρήγνυμαι εκρηγνύμεθα
εκρήγνυσαι εκρήγνυσθε
εκρήγνυται εκρήγνυνται
Imperfect - -
- -
- -
Aorist (simple past) εξερράγην εξερράγημεν
εξερράγης εξερράγητε
εξερράγη εξερράγησαν
Perfect έχω εκραγεί έχουμε εκραγεί
έχεις εκραγεί έχετε εκραγεί
έχει εκραγεί έχουν εκραγεί
Pluperfect είχα εκραγεί είχαμε εκραγεί
είχες εκραγεί είχατε εκραγεί
είχε εκραγεί είχαν εκραγεί
Future (continuous) θα εκρήγνυμαι θα εκρηγνύμεθα
θα εκρήγνυσαι θα εκρήγνυσθε
θα εκρήγνυσθε θα εκρήγνυσθε
Future (simple) θα εκραγώ θα εκραγούμε
θα εκραγείς θα εκραγείτε
θα εκραγεί θα εκραγούν(ε)
Future Perfect θα έχω εκραγεί θα έχουμε εκραγεί
θα έχεις εκραγεί θα έχετε εκραγεί
θα έχει εκραγεί θα έχουν εκραγεί
Subjunctive mood
Present να εκρήγνυμαι να εκρήγνυμαι
να εκρήγνυσαι να εκρήγνυσθε
να εκρήγνυται να εκρήγνυνται
Aoristos να εκραγώ να εκραγούμε
να εκραγείς να εκραγείτε
να εκραγεί να εκραγούν(ε)
Perfect να έχω εκραγεί να έχουμε εκραγεί
να έχεις εκραγεί να έχετε εκραγεί
να έχει εκραγεί να έχουν εκραγεί
Imperative mood
Present εκρήγνυσθε
Aorist εκραγείτε
Participle
Present
Perfect
Infinitive
Aorist εκραγεί
Examples with «εκρήγνυμαι»:
ελληνικά αγγικά
Πρόσεξε, η βόμβα θα εκραγεί! Take care the bomb will explode!
Εξερράγησαν δύο αυτοσχέδιες βόμβες. Two improvised bombs exploded.
Mε πρόσωπο κόκκινο από θυμό, έτοιμος να εκραγεί. Red-faced with anger, he was on the point to explode.
H πυρίτιδα εκρήγνυται ανάλογα με τις συνθήκες ανάφλεξής της. Gunpowder explodes depending on its ignition.
Εξερράγη φιάλη υγραερίου. A gas bottle exploded.